κατακλαίω: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακλαίω]] και αττ. τ. [[κατακλάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα<br /><b>3.</b> (με γεν. προσ.) [[θρηνώ]] ενώπιον κάποιου.
|mltxt=[[κατακλαίω]] και αττ. τ. [[κατακλάω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θρηνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[θρηνώ]] μεγαλόφωνα<br /><b>3.</b> (με γεν. προσ.) [[θρηνώ]] ενώπιον κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακλαίω:''' Αττ. -[[κλάω]] <i>[ᾱ]</i>· μέλ. [[κλαύσομαι]]·<br /><b class="num">1.</b> [[κλαίω]], [[μοιρολογώ]] [[δυνατά]], [[θρηνώ]], [[θρηνολογώ]], σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[θρηνώ]] μεγαλοφώνως, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακλαίω Medium diacritics: κατακλαίω Low diacritics: κατακλαίω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΑΙΩ
Transliteration A: kataklaíō Transliteration B: kataklaiō Transliteration C: kataklaio Beta Code: kataklai/w

English (LSJ)

Att. κατακλάω [ᾱ],

   A bewail loudly, lament, τινα Ar.V.386:— Med., E.El.156 (lyr.), IT149(lyr.).    2 abs., wail aloud, Id.El. 113 (lyr.).    II c. gen. pers., lament before or to another, Herod. 1.59, Arr.Epict.1.23.4, etc.; κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ ib.3.13.4.

German (Pape)

[Seite 1353] (s. κλαίω), att. -κλάω, beweinen; Eur. El. 113, der auch das med. braucht, I. T. 149 El. 156, wie Pol. 12, 15, 3; κατακλαύσαντές με Ar. Vesp. 336; Sp., die auch τινὸς κατακλαίειν sagen, Einem Etwas vorweinen. Vgl. κατακλάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακλαίω: Ἀττ. -κλάω ᾱ: μέλλ. -κλαύσομαι: ―μεγαλοφώνως θρηνῶ, πολὺ κλαίω τινά, τινα Ἀριστοφ. Σφ. 386· οὕτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Εὐρ. Ἑλ. 156· σύγγονον κατακλαιομένη Ι. Τ. 149. 2) ἀπολ., θρηνῶ μεγαλοφώνως, Εὐρ. Ἑλ. 113. 128. ΙΙ. μετὰ γεν. προσ., θρηνῶ ἐνώπιόν τινος ἢ πρός τινα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 23, 4, κτλ.· κ. αὐτὸς ἑαυτοῦ 3. 13, 4.

French (Bailly abrégé)

f. κατακλαύσομαι, ao. κατέκλαυσα;
1 pleurer sur, se lamenter sur;
2 pleurer abondamment;
Moy. κατακλαίομαι déplorer, acc..
Étymologie: κατά, κλαίω.

Greek Monolingual

κατακλαίω και αττ. τ. κατακλάω (Α)
1. θρηνώ κάποιον
2. θρηνώ μεγαλόφωνα
3. (με γεν. προσ.) θρηνώ ενώπιον κάποιου.

Greek Monotonic

κατακλαίω: Αττ. -κλάω [ᾱ]· μέλ. κλαύσομαι·
1. κλαίω, μοιρολογώ δυνατά, θρηνώ, θρηνολογώ, σε Αριστοφ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ευρ.
2. απόλ., θρηνώ μεγαλοφώνως, στον ίδ.