μέλλημα: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέλλημα]], τὸ (Α) [[μέλλω]]<br />[[χρονοτριβή]], [[αργοπορία]] («οὐδὲ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀναμένειν μελλήματα», Αισχίν.). | |mltxt=[[μέλλημα]], τὸ (Α) [[μέλλω]]<br />[[χρονοτριβή]], [[αργοπορία]] («οὐδὲ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀναμένειν μελλήματα», Αισχίν.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μέλλημα:''' -ατος, τό ([[μέλλω]]), [[καθυστέρηση]], σε Ευρ., Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A delay, in pl., E.IA818, Aeschin.3.72, Plu.Nic. 21.
German (Pape)
[Seite 125] τό, Zögerung, Aufschub; οὐδὲ ἀναμένειν τὰ τῶν Ἑλλήνων μελλήματα, Aesch. 3, 72; Plut. Nic. 21 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέλλημα: τό, (μέλλω) βραδύτης, ἀργοπορία· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἀργοπορίαι, Εὐρ. Ι. Α. 818, Αἰσχίν. 64. 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
retard, délai, lenteur.
Étymologie: μέλλω.
Greek Monolingual
μέλλημα, τὸ (Α) μέλλω
χρονοτριβή, αργοπορία («οὐδὲ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀναμένειν μελλήματα», Αισχίν.).
Greek Monotonic
μέλλημα: -ατος, τό (μέλλω), καθυστέρηση, σε Ευρ., Αισχίν.