ὠφελητέος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὠφελέω]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ὠφελέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠφελητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[απαραίτητος]] στην [[παροχή]] βοήθειας ή [[κατάλληλος]] να βοηθηθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ὠφελητέον</i>, αυτός που [[κάποιος]] πρέπει να βοηθήσει· <i>τὴν πόλιν</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A proper to be served, ὠφελγτέα σοι ἡ πόλις X.Mem.3.6.3. II ὠφελητέον, one must serve, τὴν πόλιν ib.2.1.28.
Greek (Liddell-Scott)
ὠφελητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν εἶναι ἀναγκαῖον ἢ πρέπον νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ πόλις Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν αὐτόθι 2. 1, 28.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὠφελέω.
Greek Monotonic
ὠφελητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. απαραίτητος στην παροχή βοήθειας ή κατάλληλος να βοηθηθεί, σε Ξεν.
II. ὠφελητέον, αυτός που κάποιος πρέπει να βοηθήσει· τὴν πόλιν, στον ίδ.