Μούσειος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_16)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Μούσειος''': -ον, Αἰολ. Μοισαῖος, α, ον, ([[Μοῦσα]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὰς Μούσας, [[μουσικός]], [[ἕδρα]] Εὐρ. Βάκχ. 408· ἅρμα Μοισαῖον, τὸ ἅρμα τῆς ποιήσεως, Πινδ. Ι. 8 (7) 133· [[λίθος]] Μ., [[μνημεῖον]] ἐξ ᾀσμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 8. 80. ΙΙ. [[μουσικός]], [[κέλαδος]] Ἀνθ. Π. 9. 372. - Ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] [[εἶναι]]: [[μουσικός]].
|lstext='''Μούσειος''': -ον, Αἰολ. Μοισαῖος, α, ον, ([[Μοῦσα]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὰς Μούσας, [[μουσικός]], [[ἕδρα]] Εὐρ. Βάκχ. 408· ἅρμα Μοισαῖον, τὸ ἅρμα τῆς ποιήσεως, Πινδ. Ι. 8 (7) 133· [[λίθος]] Μ., [[μνημεῖον]] ἐξ ᾀσμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 8. 80. ΙΙ. [[μουσικός]], [[κέλαδος]] Ἀνθ. Π. 9. 372. - Ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] [[εἶναι]]: [[μουσικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Μούσειος:''' -ον ([[Μοῦσα]]), Αιολ. Μοισαῖος, -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις Μούσες, σε Ευρ.· [[ἅρμα]] Μοισαῖον, [[άρμα]], η [[άμαξα]] της Ποίησης, σε Πίνδ.· [[λίθος]] [[Μούσειος]], [[μνημείο]] από ή για τα τραγούδια, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μουσικός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μούσειος Medium diacritics: Μούσειος Low diacritics: Μούσειος Capitals: ΜΟΥΣΕΙΟΣ
Transliteration A: Moúseios Transliteration B: Mouseios Transliteration C: Moyseios Beta Code: *mou/seios

English (LSJ)

ον, Aeol. Μοισαῖος, α, ον, (Μοῦσα)

   A of or belonging to the Muses, ἕδρα E.Ba.410 (lyr.); Μοισαῖον ἅρμα the car of Poesy, Pi.I.8 (7).67; λίθος M. a monument of song, Id.N.8.47.    II musical, κέλαδος AP9.372.

Greek (Liddell-Scott)

Μούσειος: -ον, Αἰολ. Μοισαῖος, α, ον, (Μοῦσα) ὁ ἀνήκων εἰς τὰς Μούσας, μουσικός, ἕδρα Εὐρ. Βάκχ. 408· ἅρμα Μοισαῖον, τὸ ἅρμα τῆς ποιήσεως, Πινδ. Ι. 8 (7) 133· λίθος Μ., μνημεῖον ἐξ ᾀσμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 8. 80. ΙΙ. μουσικός, κέλαδος Ἀνθ. Π. 9. 372. - Ὁ συνήθης τύπος εἶναι: μουσικός.

Greek Monotonic

Μούσειος: -ον (Μοῦσα), Αιολ. Μοισαῖος, -α, -ον,
I. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στις Μούσες, σε Ευρ.· ἅρμα Μοισαῖον, άρμα, η άμαξα της Ποίησης, σε Πίνδ.· λίθος Μούσειος, μνημείο από ή για τα τραγούδια, στον ίδ.
II. μουσικός, σε Ανθ.