σκύλευμα: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(37) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[σκυλεύω]]<br /><b>1.</b> [[πράγμα]] που έχει σκυλευθεί, [[αντικείμενο]] προερχόμενο από [[σκύλευση]]<br /><b>2.</b> (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο [[σκύλευση]] σκοτωμένου εχθρού, τα [[λάφυρα]] (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἀνεχώρουν κατὰ [[τάχος]]... ἔχοντες τὰ σκυλεύματα καὶ τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=τὸ, Α [[σκυλεύω]]<br /><b>1.</b> [[πράγμα]] που έχει σκυλευθεί, [[αντικείμενο]] προερχόμενο από [[σκύλευση]]<br /><b>2.</b> (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο [[σκύλευση]] σκοτωμένου εχθρού, τα [[λάφυρα]] (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», <b>Ευρ.</b><br />β. «ἀνεχώρουν κατὰ [[τάχος]]... ἔχοντες τὰ σκυλεύματα καὶ τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκύλευμα:''' [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, [[λάφυρα]], [[λεία]], σε Ευρ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, usu. in pl.,
A arms stripped off a slain enemy, spoils, E.Ph.857, Ion 1145, Th.4.44.
Greek (Liddell-Scott)
σκύλευμα: [ῡ], τό, μάλιστα ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dépouille d’un ennemi tué ; dépouille en gén.
Étymologie: σκυλεύω.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκυλεύω
1. πράγμα που έχει σκυλευθεί, αντικείμενο προερχόμενο από σκύλευση
2. (ειδικότερα στον ενν. και στον πληθ.) τα όπλα που προέρχονται απο σκύλευση σκοτωμένου εχθρού, τα λάφυρα (α. «λαβὼν ἀπαρχὰς πολεμίων σκυλευμάτων», Ευρ.
β. «ἀνεχώρουν κατὰ τάχος... ἔχοντες τὰ σκυλεύματα καὶ τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς», Θουκ.).
Greek Monotonic
σκύλευμα: [ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Ευρ., Θουκ.