περιπατητικός: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(32) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[περιπατητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περιπατητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ [[δύναμις]]», Αλέξ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να περπατά<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλους<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Περιπατητικοί</i><br />α) οι μαθητές και οπαδοί της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους, [[μεταξύ]] τών οποίων ο Θεόφραστος, ο Εύδημος, ο Αριστόξενος, ο Δικαίαρχος και ο Στράτων, οι οποίοι οφείλουν την [[ονομασία]] τους στο [[γεγονός]] ότι στη [[σχολή]] του δασκάλου τους η [[διδασκαλία]] γινόταν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] περιπάτου στις στοές του Λυκείου, όπου [[εκείνος]] δίδασκε («Περιπατητικοί καὶ Ἐπικούρειοι καὶ oἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) οι μαθητές και οπαδοί της φιλοσοφίας του Πυθαγόρα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «περιπατητική [[φιλοσοφία]]» — η [[φιλοσοφία]] τών Περιπατητικών<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περιπατητικά</i><br />τα δόγματα τών μαθητών και οπαδών της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπατητικώς</i> / <i>περιπατητικῶς</i>, ΝΜ<br />σύμφωνα με τον τρόπο τών Περιπατητικών φιλοσόφων, όπως οι Περιπατητικοί φιλόσοφοι. | |mltxt=-ή, -ό / [[περιπατητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[περιπατητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ [[δύναμις]]», Αλέξ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να περπατά<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλους<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι Περιπατητικοί</i><br />α) οι μαθητές και οπαδοί της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους, [[μεταξύ]] τών οποίων ο Θεόφραστος, ο Εύδημος, ο Αριστόξενος, ο Δικαίαρχος και ο Στράτων, οι οποίοι οφείλουν την [[ονομασία]] τους στο [[γεγονός]] ότι στη [[σχολή]] του δασκάλου τους η [[διδασκαλία]] γινόταν [[κατά]] τη [[διάρκεια]] περιπάτου στις στοές του Λυκείου, όπου [[εκείνος]] δίδασκε («Περιπατητικοί καὶ Ἐπικούρειοι καὶ oἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) οι μαθητές και οπαδοί της φιλοσοφίας του Πυθαγόρα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «περιπατητική [[φιλοσοφία]]» — η [[φιλοσοφία]] τών Περιπατητικών<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ περιπατητικά</i><br />τα δόγματα τών μαθητών και οπαδών της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιπατητικώς</i> / <i>περιπατητικῶς</i>, ΝΜ<br />σύμφωνα με τον τρόπο τών Περιπατητικών φιλοσόφων, όπως οι Περιπατητικοί φιλόσοφοι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιπᾰτητικός:''' -ή, -όν, αυτός που περπατά [[ολόγυρα]] ενώ διδάσκει· απ' όπου, ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του ονομάζονταν <i>περιπατητικοί</i>, οι Περιπατητικοί, σε Κικ., Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of walking, δύναμις Alex. Aphr.de An.110.31. II given to walking about, esp. while teaching or disputing : of Aristotle and his followers (cf. περίπατος 11.3), Supp.Epigr.1.368.5 (Samos, iii/ii B.C.), Demetr.Lac.Herc.1055.19, Phld.Acad.Ind.p.112 M., Cic.Acad.Post.1.4.17, Ceb.13 (-πατικοί is f.l.), Plu.2.1115a, Luc.Herm.14, CIG4814c Add. (Egypt) ; τὰ π. their doctrines, Posidon.36 J., Cic.Att.13.19.4 ; ἡ π. φιλοσοφία S.E.M.11.179.
German (Pape)
[Seite 586] ή, όν, zum Herumwandeln oder Spazieren gehörig, geneigt, Sp.; bes. von den Schülern des Aristoteles, peripatetische Philosophen, D. L. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰτητικός: -ή, -όν, ὁ συνηθίζων νὰ περιπατῇ ἐνῷ διδάσκει ἢ συζητεῖ· ὅθεν ὁ Ἀριστοτέλ. καὶ οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ ἐκαλοῦντο περιπατητικοί, (ἴδε περίπατος ΙΙ. 3, Λύκειον), Cic. Acad. Post. 1. 4, Πλούτ. 2. 1115Α, Λουκ. Ἐρμότ. 14· (περιπατικοί παρὰ τῷ Κέβητι 13)· τὰ περιπατητικά, τὰ δόγματα αὐτῶν. Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 19, 4. Ἐπίρρ., -κῶς, Εὐστ. Ἀποσπ. 223. 48.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la philosophie péripatéticienne ; ὁ περιπατητικός, le philosophe péripatéticien ; τὰ περιπατητικά, la doctrine péripatéticienne.
Étymologie: περιπατέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιπατητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ περιπατητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ δύναμις», Αλέξ.)
2. αυτός που έχει τη συνήθεια να περπατά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλους
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Περιπατητικοί
α) οι μαθητές και οπαδοί της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους, μεταξύ τών οποίων ο Θεόφραστος, ο Εύδημος, ο Αριστόξενος, ο Δικαίαρχος και ο Στράτων, οι οποίοι οφείλουν την ονομασία τους στο γεγονός ότι στη σχολή του δασκάλου τους η διδασκαλία γινόταν κατά τη διάρκεια περιπάτου στις στοές του Λυκείου, όπου εκείνος δίδασκε («Περιπατητικοί καὶ Ἐπικούρειοι καὶ oἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι», Πλούτ.)
β) οι μαθητές και οπαδοί της φιλοσοφίας του Πυθαγόρα
5. φρ. «περιπατητική φιλοσοφία» — η φιλοσοφία τών Περιπατητικών
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιπατητικά
τα δόγματα τών μαθητών και οπαδών της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους.
επίρρ...
περιπατητικώς / περιπατητικῶς, ΝΜ
σύμφωνα με τον τρόπο τών Περιπατητικών φιλοσόφων, όπως οι Περιπατητικοί φιλόσοφοι.
Greek Monotonic
περιπᾰτητικός: -ή, -όν, αυτός που περπατά ολόγυρα ενώ διδάσκει· απ' όπου, ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του ονομάζονταν περιπατητικοί, οι Περιπατητικοί, σε Κικ., Λουκ.