οὐρίζω: Difference between revisions
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρίζω]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ορίζω]].———————— <b>(II)</b><br />(Α [[οὐρίζω]]) [[[ούρος]] (II)]<br /><b>πιθ.</b> [[ταξιδεύω]] με ούριο άνεμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[λόγια]] και ευχές) [[μεταφέρω]] με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν [[ἕκαθεν]] οὐρίσας [[ἔνθα]] σ' ἔχουσιν εὐναί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[οὐρίζω]] (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[ορίζω]].———————— <b>(II)</b><br />(Α [[οὐρίζω]]) [[[ούρος]] (II)]<br /><b>πιθ.</b> [[ταξιδεύω]] με ούριο άνεμο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[λόγια]] και ευχές) [[μεταφέρω]] με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν [[ἕκαθεν]] οὐρίσας [[ἔνθα]] σ' ἔχουσιν εὐναί», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]] [[κάτι]] με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''οὐρίζω:''' ([[οὖρος]] Α), Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] με ευνοϊκό άνεμο, λέγεται για [[λόγια]] και προσευχές, σε Αισχύλ.· κατ'ὀρθὸν [[οὐρίζω]], [[επιταχύνω]] καθ' οδόν, [[καθοδηγώ]] με [[επιτυχία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[φυσώ]], [[πνέω]] ευνοϊκά, λέγεται για τον άνεμο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[οὐρίζω]]:</b> Ιων. αντί [[ὁρίζω]], [[θέτω]] όριο, περιορισμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. for ὁρίζω.
οὐρίζω, Att. fut. -ιῶ, (οὖρος A)
A carry with a fair wind, waft on the way, of words and prayers, A.Ch.317 (lyr.); κατ' ὀρθὸν οὐ. speed on the way, guide prosperously, S.OT695 (lyr.): an acc. αὐτούς may be supplied in A.Pers.602 (but Sch. took it intr. = οὐριοδρομεῖν).
German (Pape)
[Seite 418] (von οὖρος, günstiger Wind), unter günstigen Wind bringen, gew. übertr. zu Glück verhelfen, in eine günstige Lage bringen, beglücken; absolut, τὸν αὐτὸν αἰεὶ δαίμον' οὐριεῖν τύχης, Aesch. Pers. 594, vgl. Ch. 315, τί σοι φάμενος ἢ τί ῥέξας τύχοιμ' ἀνέκαθεν οὐρίσας; von fern her Glück, d. i. Rache und Heil bringend; ὅς τ' ἐμὰν γᾶν φίλαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας, Soph. O. R. 696. Vgl. ἐπουρίζειν. ion. = ὁρίζω, gränzen, angränzen, πρός τι, Her. 4, 42; gew. trans., die Gränzen bestimmen, umgränzen, Her. S. ὁρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρίζω: Ἰων. ἀντὶ ὁρίζω, θέτω ὅριον, περιορίζω, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
1f. att. οὐριῶ;
pousser à l’aide d’un vent favorable ; fig. seconder, faire prospérer.
Étymologie: οὖρος¹.
2ion. c. ὁρίζω.
Greek Monolingual
(I)
οὐρίζω (Α)
ιων. τ. βλ. ορίζω.———————— (II)
(Α οὐρίζω) [[[ούρος]] (II)]
πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο
αρχ.
1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ' ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.)
2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο («σαλεύουσαν κατ' ὀρθὸν οὔρισας», Σοφ.).
Greek Monotonic
οὐρίζω: (οὖρος Α), Αττ. μέλ. -ιῶ·
I. μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο, λέγεται για λόγια και προσευχές, σε Αισχύλ.· κατ'ὀρθὸν οὐρίζω, επιταχύνω καθ' οδόν, καθοδηγώ με επιτυχία, σε Σοφ.
II. αμτβ., φυσώ, πνέω ευνοϊκά, λέγεται για τον άνεμο, σε Αισχύλ.
• οὐρίζω: Ιων. αντί ὁρίζω, θέτω όριο, περιορισμό.