συμπέτομαι: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πέτομαι]]<br />[[πετώ]] [[μαζί]] με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=Α [[πέτομαι]]<br />[[πετώ]] [[μαζί]] με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπέτομαι:''' αποθ., [[πετώ]] με κάποιον ή ομαδικά, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπέτομαι Medium diacritics: συμπέτομαι Low diacritics: συμπέτομαι Capitals: ΣΥΜΠΕΤΟΜΑΙ
Transliteration A: sympétomai Transliteration B: sympetomai Transliteration C: sympetomai Beta Code: sumpe/tomai

English (LSJ)

   A fly with or together, Luc.Musc.Enc.6, Ael.NA2.48; νεβροῖς Philostr.Im.2.2.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πέτομαι), dep. med., mit, zugleich, zusammen fliegen, Luc. musc. enc. 6.

Greek (Liddell-Scott)

συμπέτομαι: ἀποθ., πέτομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6, Αἰλ. π. Ζ. 2. 48, Φιλοστρ. Εἰκόνες σ. 812 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

voler ensemble ou avec.
Étymologie: σύν, πέτομαι.

Greek Monolingual

Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).

Greek Monolingual

Α πέτομαι
πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συμπέτομαι: αποθ., πετώ με κάποιον ή ομαδικά, σε Λουκ.