μύκημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μύκημα]], τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [[μυκώμαι]]<br />[[μυκηθμός]], μουκάνισμα, [[μούγκρισμα]] («μόσχου μυκήματι [[βρύχημα]] ποιοῡντες ὅμοιον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κρότος]] της βροντής<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]] [[ήχος]] («[[ἄγγελος]] αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», <b>Νόνν.</b>).
|mltxt=[[μύκημα]], τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) [[μυκώμαι]]<br />[[μυκηθμός]], μουκάνισμα, [[μούγκρισμα]] («μόσχου μυκήματι [[βρύχημα]] ποιοῡντες ὅμοιον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κρότος]] της βροντής<br /><b>2.</b> [[ισχυρός]] [[ήχος]] («[[ἄγγελος]] αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», <b>Νόνν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μύκημα:''' [ῡ], τό, [[μούγκρισμα]], [[μουγκανητό]], [[μουγκρητό]], λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό [[λιοντάρι]], σε Θεόκρ.· το [[μουγκρητό]] του κεραυνού, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡκημα Medium diacritics: μύκημα Low diacritics: μύκημα Capitals: ΜΥΚΗΜΑ
Transliteration A: mýkēma Transliteration B: mykēma Transliteration C: mykima Beta Code: mu/khma

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg., βοῶν μυκήματα E.Ba.691, cf. Call.Del.310, A.R.1.1269, etc.;

   A μ. λεαίνας Theoc. 26.21; roar of thunder, A.Pr.1062 (anap.):—rare in Prose, of a vase, Arist.Pr.938a10; of the earth, Id.Mu.396a13, D.C.68.24; of winds in a cave, Corn.ND22.

German (Pape)

[Seite 216] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.

Greek (Liddell-Scott)

μύκημα: [ῡ], τό, μυκηθμός, «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ κρότος τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mugissement.
Étymologie: μυκάομαι.

Spanish

mugido

Greek Monolingual

μύκημα, τὸ (ΑΜ, Α και μήκωμα) μυκώμαι
μυκηθμός, μουκάνισμα, μούγκρισμα («μόσχου μυκήματι βρύχημα ποιοῡντες ὅμοιον», Πλούτ.)
αρχ.
1. ο κρότος της βροντής
2. ισχυρός ήχοςἄγγελος αὐτῷ οὐρανίης ὀάριζε σοφῷ μυκήματι φωνῆς», Νόνν.).

Greek Monotonic

μύκημα: [ῡ], τό, μούγκρισμα, μουγκανητό, μουγκρητό, λέγεται για βόδια, σε Ευρ.· λέγεται για θηλυκό λιοντάρι, σε Θεόκρ.· το μουγκρητό του κεραυνού, σε Αισχύλ.