ἐπίμαστος: Difference between revisions
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίμαστος]], -ον (Α) [[επιμαίομαι]]<br />[[ζητιάνος]] («[[οἷον]] μέν τινα τοῡτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[ἐπίμαστος]], -ον (Α) [[επιμαίομαι]]<br />[[ζητιάνος]] («[[οἷον]] μέν τινα τοῡτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίμαστος:''' -ον ([[ἐπιμαίομαι]]), αυτός που ζητά [[βοήθεια]], [[ζητιάνος]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἐπιμαίομαι)
A sought out, brought in (like ἐπακτός), ἀλήτης Od.20.377 (variously expld. by Gramm.).
German (Pape)
[Seite 960] ἀλήτης Od. 20, 377, entweder ein Bettler, der sich seinen Unterhalt zusammensucht, ὁ τροφὴν μαστεύων, Eust., ἐνδεὴς ἐπαίτης, Schol., oder ein aufgelesener, mit ins Haus gebrachter Bettler, ἐπίληπτος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμαστος: -ον, (ἐπιμαίομαι) ὁ ἐπιμαστεύων, ἐπιζητῶν τροφήν, ἐπίμαστον ἀλήτην, «ἐπίμαστος ὁ ἐπαίτης, ὡς τροφὴν μαστεύων, ὅ ἐστιν ἐπιζητῶν» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 377, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui cherche sa nourriture, mendiant.
Étymologie: ἐπί, μαστός.
English (Autenrieth)
(ἐπιμαίομαι): of one who has been handled, hence ‘filthy,’ ἀλήτης, Od. 20.377†.
Greek Monolingual
ἐπίμαστος, -ον (Α) επιμαίομαι
ζητιάνος («οἷον μέν τινα τοῡτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπίμαστος: -ον (ἐπιμαίομαι), αυτός που ζητά βοήθεια, ζητιάνος, σε Ομήρ. Οδ.