παραισθάνομαι: Difference between revisions
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]] ή [[ακούω]] [[κάτι]] «εν παρόδω», επιπόλαια, τυχαία<br /><b>2.</b> [[υπόκειμαι]] σε εσφαλμένες αντιλήψεις, [[εννοώ]] ή [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αισθάνομαι]]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]] ή [[ακούω]] [[κάτι]] «εν παρόδω», επιπόλαια, τυχαία<br /><b>2.</b> [[υπόκειμαι]] σε εσφαλμένες αντιλήψεις, [[εννοώ]] ή [[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αισθάνομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραισθάνομαι:''' μέλ. <i>-αισθήσομαι</i>, αόρ. βʹ -[[ᾐσθόμην]]· αποθ.· [[παρατηρώ]] ή [[ακούω]] [[κάτι]] επί τη [[ευκαιρία]], [[παρεμπιπτόντως]], <i>τινος</i>, σε Ξεν.· απόλ., <i>οὐχὶ παρῄσθευ</i> (Δωρ. αντί <i>παρῄσθου</i>), σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A remark or hear of by the way, τινος X.Cyr.4.2.30: abs., οὐχὶ παρῄσθευ; Theoc.5.120. II misperceive, be subject to illusory perceptions, Pl.Tht.157e, Aret.SD1.6, Iamb.Protr.2.
German (Pape)
[Seite 480] (s. αἰσθάνομαι), nebenbei oder unter der Hand, auch falsch bemerken; neben παροράω u. παρακούω, Plat. Theaet. 157 e; ὡς παρῄσθοντο τῶν φευγόντων, πυθόμενοι τὸ γιγνόμενον, Xen. Cyr. 4, 2, 30; Sp.; absol., οὐχὶ παρῄσθευ; Theocr. 5, 120.
Greek (Liddell-Scott)
παραισθάνομαι: μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ ἀκούω περί τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι ἐσφαλμένως, ὑπόκειμαι εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.
French (Bailly abrégé)
s’apercevoir secrètement de, gén..
Étymologie: παρά, αἰσθάνομαι.
Greek Monolingual
Α
1. παρατηρώ ή ακούω κάτι «εν παρόδω», επιπόλαια, τυχαία
2. υπόκειμαι σε εσφαλμένες αντιλήψεις, εννοώ ή αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + αισθάνομαι].
Greek Monotonic
παραισθάνομαι: μέλ. -αισθήσομαι, αόρ. βʹ -ᾐσθόμην· αποθ.· παρατηρώ ή ακούω κάτι επί τη ευκαιρία, παρεμπιπτόντως, τινος, σε Ξεν.· απόλ., οὐχὶ παρῄσθευ (Δωρ. αντί παρῄσθου), σε Θεόκρ.