Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταμιαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταμιαίνω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]] εντελώς, [[καταρρυπαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμιαίνομαι</i><br />[[φορώ]] ρυπαρά ιμάτια ως [[σημείο]] θλίψης ή πένθους.
|mltxt=[[καταμιαίνω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[μολύνω]], [[μιαίνω]] εντελώς, [[καταρρυπαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταμιαίνομαι</i><br />[[φορώ]] ρυπαρά ιμάτια ως [[σημείο]] θλίψης ή πένθους.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμιαίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>, [[καταρρυπαίνω]], [[καταμολύνω]], σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως [[ένδειξη]] πένθους, φορώ [[πένθος]] (πρβλ. Λατ. [[sordidatus]]), σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμῐαίνω Medium diacritics: καταμιαίνω Low diacritics: καταμιαίνω Capitals: ΚΑΤΑΜΙΑΙΝΩ
Transliteration A: katamiaínō Transliteration B: katamiainō Transliteration C: katamiaino Beta Code: katamiai/nw

English (LSJ)

   A defile, ψεύδεσιν -μιάναις γένναν Pi.P.4.100; [τὰ καλά] Pl.Lg.937d; τὸ φῶς Luc.Cat.27:—Pass., wear squalid garments as a sign of grief, Hdt.6.58.

German (Pape)

[Seite 1364] beflecken, verunreinigen; μὴ ψευδέσιν καταμιάναις γένναν Pind. P. 4, 100; Plat. Legg. XI, 937 d; Sp., τὸ φῶς μου πάντα τρόπον κατεμίαινε Luc. Catapl. 27. – Bei Her. 6, 58 heißt es, daß beim Tode eines Königs in Sparta ἀνάγκη ἐξ οἰκίης ἑκάστης ἐλευθέρους δύο καταμιαίνεσθαι, ἄνδρα τε καὶ γυναῖκα, entweder zum Zeichen der Trauer dunkle Kleider anlegen, oder sich mit Staub beschmutzen.

Greek (Liddell-Scott)

καταμιαίνω: ἐντελῶς μιαίνω, καταμολύνω, καταρρυπαίνω, (κυρ. καὶ μεταφορ.), ψεύδεσι γένναν Πινδ. ΙΙ. 4, 148· τὰ καλὰ Πλάτ. Νόμ. 937D· ὅμαιμον καταμιαινόντων τὸ γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 225· κατὰ τὸν Ἕρμανν. (κοινῶς καὶ μιαίνω.)·- μέσ., φορῶ ῥυπαρὰ ἱμάτια ὡς σημεῖον λύπης, θλίψεως, φορῶ «πένθος», Λατ. luctu squalere, in luctu et squalore esse (πρβλ. sorditatus), Ἡρόδ. 6. 58· (ἐν Ἐπιγραφαῖς τῆς Κέω ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας εὑρέθη καὶ τὸ ἁπλοῦν μιαίνομαι)· Παθ., τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας τούτοις καταμιαίνεται Ἄννα Κομν.· κατερρυπώθη ὁ ἄνθρωπος καὶ κατεμιάνθη Ἐπιφάν.

French (Bailly abrégé)

prendre des vêtements sales ou sombres en signe de deuil.
Étymologie: κατά, μιαίνω.

English (Slater)

καταμῐαίνω
   1 befoul “ἐχθίστοισι μὴ ψεύδεσιν καταμιναις εἰπὲ γένναν” (P. 4.100)

Greek Monolingual

καταμιαίνω (AM)
1. μολύνω, μιαίνω εντελώς, καταρρυπαίνω
2. παθ. καταμιαίνομαι
φορώ ρυπαρά ιμάτια ως σημείο θλίψης ή πένθους.

Greek Monotonic

καταμιαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, καταρρυπαίνω, καταμολύνω, σε Πίνδ., Πλάτ. — Παθ., φορώ βρώμικα, άθλια κουρέλια, ελεεινά ενδύματα, ως ένδειξη πένθους, φορώ πένθος (πρβλ. Λατ. sordidatus), σε Ηρόδ.