δυσαυλία: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαυλία]], η (Α)<br />δύσκολη [[εγκατάσταση]] στο ύπαιθρο.
|mltxt=[[δυσαυλία]], η (Α)<br />δύσκολη [[εγκατάσταση]] στο ύπαιθρο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαυλία:''' ἡ, κακή ή δυσάρεστη, δύσκολη [[στέγαση]], [[κακό]] [[κατάλυμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαυλία Medium diacritics: δυσαυλία Low diacritics: δυσαυλία Capitals: ΔΥΣΑΥΛΙΑ
Transliteration A: dysaulía Transliteration B: dysaulia Transliteration C: dysavlia Beta Code: dusauli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ill or hard lodging, A.Ag.555 (pl.), Ph.1.195 (pl.).

German (Pape)

[Seite 676] schlechtes Wohnen unter freiem Himmel; Aesch. Ag. 541; Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαυλία: ἡ, κακή, δύσκολος, δυσάρεστος οἴκησις ἐν ὑπαίθρῳ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 555, Φίλων 1. 195.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
séjour pénible en plein air.
Étymologie: δύσαυλος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
incómoda noche al raso, mal alojamiento μόχθους ... καὶ δυσαυλίας A.A.555, cf. Fr.78c.7, Ph.1.195.

Greek Monolingual

δυσαυλία, η (Α)
δύσκολη εγκατάσταση στο ύπαιθρο.

Greek Monotonic

δυσαυλία: ἡ, κακή ή δυσάρεστη, δύσκολη στέγαση, κακό κατάλυμα, σε Αισχύλ.