καταψάω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(eksahir)
(5)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[pasar la mano por]], [[acariciar]]
|esgtx=[[pasar la mano por]], [[acariciar]]
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταψάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χτυπώ]] με το [[χέρι]], [[τρίβω]] [[ελαφρά]], [[χαϊδεύω]], [[θωπεύω]], καταψῶσα [[αὐτοῦ]] τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· <i>καταψῶν αὐτὸν</i> (<i>τὸν κάνθαρον</i>), [[ὥσπερ]] [[πωλίον]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψάω Medium diacritics: καταψάω Low diacritics: καταψάω Capitals: ΚΑΤΑΨΑΩ
Transliteration A: katapsáō Transliteration B: katapsaō Transliteration C: katapsao Beta Code: kataya/w

English (LSJ)

   A stroke, caress, καταψῶσα τοῦ παιδίου τὴν κεφαλήν Hdt.6.61; καταψῶν αὐτὸν [τὸν κάνθαρον] ὥσπερ πωλίον Ar.Pax75, cf.X.Ap. 28; τὸ φαλακρόν Herod.6.76:—Pass., Asclep. ap. Gal.12.411; to be stroked the right way, Sch.Gen.Il.21.474.    2 metaph., smooth down, Plb.2.13.6, 10.18.3; cajole, wheedle, BGU1011.13 (ii B.C.).    3 scrape down, τοὺς τοίχους IG11(2).199A48(Delos, iii B.C.); rub down, ἅτερος τὸν ἕτερον Luc.Anach.1.

Greek (Liddell-Scott)

καταψάω: τρίβω ἐλαφρά, ἠρέμα διὰ τῆς χειρὸς ἵνα κολακεύσω, ἡμερώσω, «χαϊδεύω» διὰ τῆς χειρός, θωπεύω, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν καταρρέζω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 6. 61· καταψῶν αὐτὸν τὸν κάνθαρον, ὥσπερ πωλίον Ἀριστοφ. Εἰρ. 75, πρβλ. Ξεν. Ἀπολ. 28· τὰς ὑπήνας κ. ἄκροις τοῖς δακτύλοις Εὐνάπ. σ. 201, 21· καταψῆσαι τοῦ ἵππου τὰ ὦτα καὶ τὴν χαίτην Φιλόστρ. σ. 59· τοὺς παῖδας προσαγόμενος καὶ καταψήσας θαρρεῖν ἐκέλευεν Πολύβ. 10. 18, 3· μεταφορ., καθησυχάζω, καταψήσαντες καὶ καταπραΰναντες τὸν Ἀσδρούβαν Πολύβ. 2. 13, 6., 10. 18, 3· ἴδε καταψήχω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
flatter de la main, caresser, acc..
Étymologie: κατά, ψάω.

Spanish

pasar la mano por, acariciar

Greek Monotonic

καταψάω: μέλ. -ήσω, χτυπώ με το χέρι, τρίβω ελαφρά, χαϊδεύω, θωπεύω, καταψῶσα αὐτοῦ τὴν κεφαλήν, σε Ηρόδ.· καταψῶν αὐτὸν (τὸν κάνθαρον), ὥσπερ πωλίον, σε Αριστοφ.