ὁμοδρομία: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοδρομία]], ἡ (Α) [[ομόδρομος]]<br />(για ουράνια σώματα) [[κοινή]] [[τροχιά]].
|mltxt=[[ὁμοδρομία]], ἡ (Α) [[ομόδρομος]]<br />(για ουράνια σώματα) [[κοινή]] [[τροχιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοδρομία:''' ἡ, το να τρέχει [[κανείς]] από κοινού, [[συναπάντημα]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:05, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοδρομία Medium diacritics: ὁμοδρομία Low diacritics: ομοδρομία Capitals: ΟΜΟΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: homodromía Transliteration B: homodromia Transliteration C: omodromia Beta Code: o(modromi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A running together, meeting, Luc.Astr.22.

German (Pape)

[Seite 334] ἡ, das Zusammenlaufen, -treffen, Luc. astrol. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοδρομία: ἡ, τὸ τρέχειν ὁμοῦ, ἡ συνάντησις, Λουκ. Ἀστρολογ. 22.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
course simultanée, particul. conjonction de deux astres.
Étymologie: ὁμόδρομος.

Greek Monolingual

ὁμοδρομία, ἡ (Α) ομόδρομος
(για ουράνια σώματα) κοινή τροχιά.

Greek Monotonic

ὁμοδρομία: ἡ, το να τρέχει κανείς από κοινού, συναπάντημα, σε Λουκ.