ἀποστατήρ: Difference between revisions
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(big3_6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[capacitado para aplazar una decisión o levantar una reunión]], [[ἀρχαγέτας]] ἀποστατῆρας ἦμεν Ley en Plu.<i>Lyc</i>.6. | |dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[capacitado para aplazar una decisión o levantar una reunión]], [[ἀρχαγέτας]] ἀποστατῆρας ἦμεν Ley en Plu.<i>Lyc</i>.6. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποστᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀφίστημι]]), αυτός που έχει την [[εξουσία]] να διαλύσει την [[εκκλησία]] του δήμου, Λυκούργ. [[παρά]] Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who has power to dissolve an assembly, or to decide a question, Lex Lyc. ap. Plu.Lyc.6; cf. ἀφίστημι.
German (Pape)
[Seite 326] ῆρος, ὁ, der von etwas abfällt, Plut. Lyc. 6 aus Lykurg's Gesetzen erkl. es μὴ κυροῦν ἀλλ' ὅλως ἀφίστασθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰτήρ: ὁ, ὁ ἔχων ἐξουσίαν νὰ διαλύσῃ ἐκκλησίαν, Νόμ. Λυκούργ. παρὰ Πλουτ. ἐν Λυκούργ. 6· πρβλ. ἀφίστασθαι: - ἀφετήρ (ὅ ἴδε) εἶναι ἐν χρήσει ὀλίγον διαφόρως.
French (Bailly abrégé)
1ῆρος (ὁ) :
1 esclave fugitif;
2 rebelle, traître.
Étymologie: ἀφίστημι.
2ῆρος (ὁ) :
qui a pouvoir de dissoudre une assemblée, de décider sur une question.
Étymologie: ἀφίστημι.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
capacitado para aplazar una decisión o levantar una reunión, ἀρχαγέτας ἀποστατῆρας ἦμεν Ley en Plu.Lyc.6.
Greek Monotonic
ἀποστᾰτήρ: -ῆρος, ὁ (ἀφίστημι), αυτός που έχει την εξουσία να διαλύσει την εκκλησία του δήμου, Λυκούργ. παρά Πλούτ.