καχήμερος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καχήμερος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κακ</i>[[ο]]-, με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- προ δασέος φθόγγου) <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρο</i>-[[ήμερος]], <i>ολ</i>-[[ήμερος]]].
|mltxt=[[καχήμερος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κακ</i>[[ο]]-, με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- προ δασέος φθόγγου) <span style="color: red;">+</span> -[[ήμερος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἡμέρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μακρο</i>-[[ήμερος]], <i>ολ</i>-[[ήμερος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰχήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διέρχεται άσχημες μέρες, [[άθλιος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχήμερος Medium diacritics: καχήμερος Low diacritics: καχήμερος Capitals: ΚΑΧΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: kachḗmeros Transliteration B: kachēmeros Transliteration C: kachimeros Beta Code: kaxh/meros

English (LSJ)

ον,

   A passing an unhappy day, AP9.508 (Pall.); v.l. κακ-.

German (Pape)

[Seite 1409] böse Tage habend, kümmerlich lebend, Ggstz καλήμερος, Pallad. 143 (IX, 508).

Greek (Liddell-Scott)

καχήμερος: -ον, κακὰς ἡμέρας διερχόμενος, ἄθλιος, ἀντίθ. καλήμερος, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 508.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui passe sa vie tristement.
Étymologie: κακός, ἡμέρα.

Greek Monolingual

καχήμερος, -ον (Α)
αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο)- (πρβλ. κακο-, με τροπή του -κ- σε -χ- προ δασέος φθόγγου) + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο-ήμερος, ολ-ήμερος].

Greek Monotonic

κᾰχήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διέρχεται άσχημες μέρες, άθλιος, σε Ανθ.