ἐγγίων: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγγίων]], -ον (συγκρ. του [[εγγύς]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται πιο [[κοντά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>έγγιον</i><br />πιο [[κοντά]].
|mltxt=[[ἐγγίων]], -ον (συγκρ. του [[εγγύς]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται πιο [[κοντά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>έγγιον</i><br />πιο [[κοντά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγγίων:''' [ῑ], -ον, [[ἔγγιστος]], -η, -ον, συγκρ. και υπερθ. επίθ. από το επίρρ. [[ἐγγύς]], κοντύτερα, [[πάρα]] [[πολύ]] κοντά· ουδ. <i>ἔγγῑον</i>, [[ἔγγιστα]], ως επίρρ., σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγίων Medium diacritics: ἐγγίων Low diacritics: εγγίων Capitals: ΕΓΓΙΩΝ
Transliteration A: engíōn Transliteration B: engiōn Transliteration C: eggion Beta Code: e)ggi/wn

English (LSJ)

ον, ἔγγιστος, η, ον, Comp. and Sup.Adj., formed from Adv. ἐγγύς:—

   A nearer, nearest, οὐδὲν ἡμῖν ἐστὶν ἔγγιον ἡμῶν αὐτῶν Procl. in Alc.p.6C.; ἔτη δέκα τὰ ἔγγιστα IG7.2225.24 (Thisbe): neut. ἔγγιον, ἔγγιστα, as Adv., Hp.Vict.1.35 (also -υτότατα ibid.), 2.44, etc.; ἐξ ἐγγίονος App.BC4.108; τοὺς ἔγγιστα τῆς Ἀττικῆς τόπους Decr. ap. D.18.165; οἱ ἔγγιστα the next of kin, Antipho 4.4.1; ἔγγιστα approximately, of numbers, Autol.1.6, Vett.Val.153.21, etc.; αἱ ἔγγιστα τᾶς τοῦ ἀμβλυγώνου κώνου τομᾶς asymptotes of the hyperbola, Archim. Con.Sph.Praef.; of Time, next, forthcoming, ἡ ἔγγιστα ἀρίθμησις POxy.1258.7 (i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγίων: -ον, ἔγγιστον, η, ον, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2166. 34· συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἐγγύς: οὐδέτ. ἔγγιον, ἔγγιστα, ὡς ἐπίρρ. Ἱππ. 356. 32., 352. 36, κτλ.· ἐξ ἐγγίονος Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 108· τοὺς ἔγγιστα τῆς Ἀττικῆς τόπους Δημ. 282. 28· οἱ ἔγγιστα, οἱ πλησιέστατοι συγγενεῖς, Ἀντιφῶν 129. 14.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
seul. dans la loc. ἐξ ἐγγίονος, v. ἐγγύς.

Spanish (DGE)

-ον

• Morfología: [tard. compar. hipercar. fem. ἐγγιωτέρα Procl.ad Hes.Op.705]
adj. compar. sobre el adv. ἐγγύς
I 1más cercano, más próximo que c. expr. del segundo término de la compar. ἔστιν ἀγχιστεὺς ἐ. ὑπὲρ ἐμέ LXX Ru.3.12
sin segundo término de la compar. más cercano, más próximo a c. dat. ἐ. οὗτος (κῆπος) τῷ οἴκῳ μου LXX 3Re.20.2, ὁ δὲ (Ὑιός) τοῖς πᾶσιν ἐ. Eus.E.Th.2.17.7 (p.121), c. gen. παῖδες ... ἐγγίους τῆς προβιοτῆς Plu.Fr.217c, sin rég. πόλις ... ταῖς πρώταις ὁρμαῖς ἐ. ἔδοξεν pareció la ciudad más a mano para los primeros ataques I.BI 3.10, (ὁ ἥλιος ... ἡμῖν ... φαίνεται) ἐ. κατὰ τὸ διάστημα Posidon.114, cf. Vett.Val.84.6.
2 fig. más afecto, más querido c. gen. compar. ἐμοὶ δ' οὐδείς ἐστιν ἐ. ἐμοῦ Arr.Epict.4.6.11, cf. Procl.in Alc.6, ἡ οἰκεία πόλις ... ἐγγιωτέρα τῆς μὴ οἰκείας Procl.l.c.
de donde ἐγγίων como subst. allegado, pariente Ελιασιβ ... ἐ. Τωβια LXX 2Es.23.4.
II adv.
1 neutr. sg. ἔγγιον c. gen. de compar. más cerca que prov. γόνυ κνήμης ἔ. de los que siempre anteponen lo suyo a lo de los demás, Arist.EN 1168b8, Ath.383b, τῶν ἄλλων ... τοῖς πολεμίοις ἔ. προσπελάζομεν Plu.2.218c, τὸ ἔ. lo que está más cerca Euc.Catoptr.9, ἵν' ... πρὸς τὸ ἔ. ... ποιώμεθα para que nos aproximemos Aristid.Quint.96.1
sin expr. del segundo término de la compar. más cerca de c. gen. ἔ. τοῦ πυρὸς ... εἰσί Hp.Vict.2.44, ἔ. τοῦ ζῶντός ἐστι Hp.Vict.2.56, ἔ. γὰρ τῆς πρώτης οὐσίας ἐστίν Arist.Cat.2b8, cf. Mu.397b34, ἔ. ... εἶναι Μεσσήνης Plb.16.17.3, φαίνεται ἄρα τοῦ ἐνόπτρου ἔ. Euc.Catoptr.23, γενόμενον δὲ τοῦτον ἔ. ἀεὶ τοῦ Τίγριδος Str.2.1.26, τῆς τῶν πολλῶν ἔ. συνηθείας Eus.PE 8.8.53, c. dat. ἔ. ἔτι προσιόντας αὐτῆς τῷ λόγῳ aproximándose todavía más a la noción de ésta Plu.2.572b, sin rég. ἔ. ... τῆς συγγενείας ὁμήρευμα ... ἔχομεν I.AI 1.289, ἔ. ... τὸ βρέφος ἔχειν Sor.2.13.49
subst. οἱ δ' ἔγγιον los más cercanos op. οἱ πόρρω I.AI 4.323.
2 giro adverb. ἐξ ἐγγίονος desde cerca I.AI 17.23, App.BC 4.108, cf. ἐγγύτερος.

Greek Monolingual

ἐγγίων, -ον (συγκρ. του εγγύς) (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πιο κοντά
2. (το ουδ. ως επίρρ.) έγγιον
πιο κοντά.

Greek Monotonic

ἐγγίων: [ῑ], -ον, ἔγγιστος, -η, -ον, συγκρ. και υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ἐγγύς, κοντύτερα, πάρα πολύ κοντά· ουδ. ἔγγῑον, ἔγγιστα, ως επίρρ., σε Δημ. κ.λπ.