ληρώδης: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[ληρώδης]], -ῶδες) [[[λήρος]] (Ι)]<br />[[μωρολόγος]], [[ανόητος]], [[φλύαρος]] («τῷ ὄντι γελῶν [[ἔνδηλος]] γιγνόμενος [[ληρώδης]] δοκεῑ [[είναι]]», <b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=-ες (Α [[ληρώδης]], -ῶδες) [[[λήρος]] (Ι)]<br />[[μωρολόγος]], [[ανόητος]], [[φλύαρος]] («τῷ ὄντι γελῶν [[ἔνδηλος]] γιγνόμενος [[ληρώδης]] δοκεῑ [[είναι]]», <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[μάταιος]], [[ανόητος]], σε Πλάτ., Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A frivolous, silly, Pl.Tht. 174d, Arist.Rh.1414b15, BGU1011 ii 15 (ii B.C.), Phld.Ir.p.16 W., cj. in Lucil.187 Marx.
German (Pape)
[Seite 40] ες, possenhaft, schwatzhaft, läppisch; Plat. Theaet. 174 d; Arist. rhet. 3, 13, 2 H. A. 6, 31 u. Sp. – Adv., Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ληρώδης: -ες, (εἶδος) μάταιος, μωρολόγος, ἀνόητος, Λατ. nugatorius, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 5. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 181.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sot, bavard, radoteur.
Étymologie: λῆρος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α ληρώδης, -ῶδες) [[[λήρος]] (Ι)]
μωρολόγος, ανόητος, φλύαρος («τῷ ὄντι γελῶν ἔνδηλος γιγνόμενος ληρώδης δοκεῑ είναι», Πλάτ.).