κηφηνώδης: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κηφηνώδης]], -ῶδες (Α) [[κηφήν]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεωρίες) [[ανάξιος]] λόγου, [[άχρηστος]], [[ανωφελής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αργός]], [[νωθρός]] («[[κηφηνώδης]] καὶ [[γέρων]] γενόμενος», Φιλόδ.). | |mltxt=[[κηφηνώδης]], -ῶδες (Α) [[κηφήν]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για θεωρίες) [[ανάξιος]] λόγου, [[άχρηστος]], [[ανωφελής]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αργός]], [[νωθρός]] («[[κηφηνώδης]] καὶ [[γέρων]] γενόμενος», Φιλόδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κηφηνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like (that of) a drone, ἐπιθυμία Pl.R.554b; of theories, useless, otiose, Cleom.2.1; of a person, κ. καὶ γέρων γενόμενος Phld.Mort.38.
German (Pape)
[Seite 1436] ες, drohnenartig; ἐπιθυμίαι Plat. Rep. VIII, 554 b; τὸν τρόπον Ael. H. A. 1, 10. Vgl. κηφήν.
Greek (Liddell-Scott)
κηφηνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κηφῆνα, Πλάτ. Πολ. 554Β.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 de frelon, semblable à un frelon;
2 p. suite inutile.
Étymologie: κηφήν, -ωδης.
Greek Monolingual
κηφηνώδης, -ῶδες (Α) κηφήν
1. αυτός που μοιάζει με κηφήνα («κηφηνώδεις ἐπιθυμίας ἐν αὐτῷ διὰ τὴν ἀπαιδευσίαν μὴ φῶμεν ἐγγίγνεσθαι», Πλάτ.)
2. (για θεωρίες) ανάξιος λόγου, άχρηστος, ανωφελής
3. (για πρόσ.) αργός, νωθρός («κηφηνώδης καὶ γέρων γενόμενος», Φιλόδ.).
Greek Monotonic
κηφηνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με κηφήνα, σε Πλάτ.