δίγληνος: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίγληνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.
|mltxt=[[δίγληνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίγληνος:''' -ον ([[γλήνη]]), αυτός που έχει [[δύο]] κόρες ματιών, αυτός που έχει [[δύο]] οφθαλμούς, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 20:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγληνος Medium diacritics: δίγληνος Low diacritics: δίγληνος Capitals: ΔΙΓΛΗΝΟΣ
Transliteration A: díglēnos Transliteration B: diglēnos Transliteration C: diglinos Beta Code: di/glhnos

English (LSJ)

ον,

   A with two eye-balls, Theoc.Ep.6.

Greek (Liddell-Scott)

δίγληνος: -ον, ὁ ἔχων δύο γλήνας, κόρας (τοῦ ὀφθαλμοῦ), Θέοκρ. Ἐπιγρ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double prunelle.
Étymologie: δίς, γλήνη.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
de dobles pupilas διγλήνους ὦπας las pupilas de tus dos ojos Theoc.Ep.6.2.

Greek Monolingual

δίγληνος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο γλήνες, δύο κόρες ματιού, δύο μάτια.

Greek Monotonic

δίγληνος: -ον (γλήνη), αυτός που έχει δύο κόρες ματιών, αυτός που έχει δύο οφθαλμούς, σε Θεόκρ.