συγχωνεύω: Difference between revisions

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[χωνεύω]]<br />[[συντήκω]] δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω<br />νευμένου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενώνω]] [[πολλά]] όμοια πράγματα [[μαζί]], [[συνενώνω]], [[ενοποιώ]] (α. «η [[κυβέρνηση]] θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά [[ταμεία]]» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στην [[αγγειοπλαστική]]) [[συνάπτω]], [[συνδέω]].
|mltxt=ΝΑ [[χωνεύω]]<br />[[συντήκω]] δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω<br />νευμένου», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ενώνω]] [[πολλά]] όμοια πράγματα [[μαζί]], [[συνενώνω]], [[ενοποιώ]] (α. «η [[κυβέρνηση]] θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά [[ταμεία]]» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στην [[αγγειοπλαστική]]) [[συνάπτω]], [[συνδέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγχωνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[λιώνω]], [[χωνεύω]] μαζί, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωνεύω Medium diacritics: συγχωνεύω Low diacritics: συγχωνεύω Capitals: ΣΥΓΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: synchōneúō Transliteration B: synchōneuō Transliteration C: sygchoneyo Beta Code: sugxwneu/w

English (LSJ)

   A melt down, Lycurg.117, D.22.70, Inscr.Délos 443 Bb42 (ii B.C.).    b melt down also, PHolm.1.17,23, PLeid.X. 19.    2 join in making pottery, PSI4.420.11 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 972] zusammenschmelzen, einschmelzen, εἰκόνα, Lycurg. 117; Dem. 24, 177; Plut. Flamin. 14.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωνεύω: καταχωνεύω, τήκω, Λυκοῦργ. 164. 29, 39, Δημ. 615. 12.

French (Bailly abrégé)

faire fondre ensemble.
Étymologie: σύν, χωνεύω.

Greek Monolingual

ΝΑ χωνεύω
συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω
νευμένου», Πλούτ.)
νεοελλ.
ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)
αρχ.
(στην αγγειοπλαστική) συνάπτω, συνδέω.

Greek Monolingual

ΝΑ χωνεύω
συντήκω δύο ή περισσότερα μέταλλα («χρυσίου συγκεχω
νευμένου», Πλούτ.)
νεοελλ.
ενώνω πολλά όμοια πράγματα μαζί, συνενώνω, ενοποιώ (α. «η κυβέρνηση θα συγχωνεύσει τα ασφαλιστικά ταμεία» β. «συγχωνεύθηκαν οι ποινές του»)
αρχ.
(στην αγγειοπλαστική) συνάπτω, συνδέω.

Greek Monotonic

συγχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, χωνεύω μαζί, σε Δημ.