μεθημοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(24) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεθημοσύνη]], ἡ (Α) [[μεθήμων]]<br />[[υποχώρηση]], [[χαυνότητα]], [[αμέλεια]], [[αδιαφορία]] («[[τάχα]] δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον [[τῇδε]] [[μεθημοσύνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |mltxt=[[μεθημοσύνη]], ἡ (Α) [[μεθήμων]]<br />[[υποχώρηση]], [[χαυνότητα]], [[αμέλεια]], [[αδιαφορία]] («[[τάχα]] δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον [[τῇδε]] [[μεθημοσύνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεθημοσύνη:''' ἡ, αφροντισιά, [[αμέλεια]], [[απροσεξία]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A remissness, carelessness, Il.13.121: pl., ib.108.
German (Pape)
[Seite 112] ἡ, Nachlässigkeit, Fahrlässigkeit, Il. 13, 121 u. im plur. ibd. 108.
Greek (Liddell-Scott)
μεθημοσύνη: ἡ, ἀμέλεια, ἀφροντισία, Ἰλ. Ν. 121· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 108.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
négligence, nonchalance.
Étymologie: μεθήμων.
English (Autenrieth)
remissness, Il. 13.108 and 121.
Greek Monolingual
μεθημοσύνη, ἡ (Α) μεθήμων
υποχώρηση, χαυνότητα, αμέλεια, αδιαφορία («τάχα δή τι κακὸν ποιήσετε μεῑζον τῇδε μεθημοσύνη», Ομ. Ιλ.).