ἀνεξέργαστος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέργαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ανεπεξέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ατελής]], ο μισοτελειωμένος. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέργαστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ανεπεξέργαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ατελής]], ο μισοτελειωμένος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεξέργαστος:''' -ον ([[ἐξεργάζομαι]]), ανολοκλήρωτος, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not worked out, unfinished, Luc. Fug.21, Gal.Nat.Fac.2.3.
German (Pape)
[Seite 223] unvollendet, Luc. Fugit. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξέργαστος: -ον, ὁ μὴ ἐξειργασμένος, μὴ τετελειωμένος, Λουκ. Δραπετ. 21, πιθ. γραφ. ἐν Ἰσοκρ. 289Β, ἀντὶ ἀδιέργαστον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inachevé.
Étymologie: ἀ, ἐξεργάζομαι.
Spanish (DGE)
-ον no acabado τὸ ἔργον Luc.Fug.21.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέργαστος, -ον)
νεοελλ.
ο ανεπεξέργαστος
αρχ.
ο ατελής, ο μισοτελειωμένος.
Greek Monotonic
ἀνεξέργαστος: -ον (ἐξεργάζομαι), ανολοκλήρωτος, σε Λουκ.