ἀντιλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιλακτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] [[λάκτισμα]], [[κλοτσιά]]<br /><b>2.</b> [[λακτίζω]], [[κλοτσώ]].
|mltxt=[[ἀντιλακτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] [[λάκτισμα]], [[κλοτσιά]]<br /><b>2.</b> [[λακτίζω]], [[κλοτσώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]] ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλακτίζω Medium diacritics: ἀντιλακτίζω Low diacritics: αντιλακτίζω Capitals: ΑΝΤΙΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: antilaktízō Transliteration B: antilaktizō Transliteration C: antilaktizo Beta Code: a)ntilakti/zw

English (LSJ)

   A kick against, τινί Ar.Pax613; τῷνῷ Phld.Rh.Supp. p.52S.    2 kick back in return, ὄνον Plu.2.10c.

German (Pape)

[Seite 254] dagegen ausschlagen (mit den Füßen), Ar. Pax 596.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλακτίζω: λακτίζω τὸν λακτίσαντα ἢ τύψαντά με, μ. δοτ.: καὶ πίθος πληγεὶς ὑπ’ ὀργῆς ἀντελάκτισεν πίθῳ Ἀριστοφ. Εἰρ. 613· μ. αἰτ.: καὶ εἴ με ὄνος ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον ἠξιώσατε ἂν; Πλούτ. 2. 10C.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντελάκτισα;
ruer contre, regimber contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, λακτίζω.

Spanish (DGE)

1 dar patadas a c. dat. πίθῳ Ar.Pax 613
fig. τοῖς τε ἔπεσιν ἀντιλακτίζον καὶ τῷ νῷ Phld.Rh.(Supp) p.52.
2 cocear a su vez ὄνος Plu.2.10c.

Greek Monolingual

ἀντιλακτίζω (Α)
1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά
2. λακτίζω, κλοτσώ.

Greek Monotonic

ἀντιλακτίζω: μέλ. -σω, χτυπώ ενάντια σε, τινί, σε Αριστοφ.