ἀντιπαραλυπέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(big3_5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[perturbar]], [[inquietar a su vez]] εἰ ἀντιπαραλυποῖεν πέμψαντες ἐπὶ τοὺς ξυμμάχους αὐτῶν στρατιάν Th.4.80.
|dgtxt=[[perturbar]], [[inquietar a su vez]] εἰ ἀντιπαραλυποῖεν πέμψαντες ἐπὶ τοὺς ξυμμάχους αὐτῶν στρατιάν Th.4.80.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπαραλῡπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ενοχλώ]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαραλῡπέω Medium diacritics: ἀντιπαραλυπέω Low diacritics: αντιπαραλυπέω Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΑΛΥΠΕΩ
Transliteration A: antiparalypéō Transliteration B: antiparalypeō Transliteration C: antiparalypeo Beta Code: a)ntiparalupe/w

English (LSJ)

   A annoy in turn, Th.4.80.

German (Pape)

[Seite 257] dagegen kränken, zur Vergeltung, beeinträchtigen, Thuc. 4, 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαραλῡπέω: παρενοχλῶ, παραβλάπτω καὶ αὐτὸς ἐν τῷ μέρει, Θουκ. 4. 80.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chagriner à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, παραλυπέω.

Spanish (DGE)

perturbar, inquietar a su vez εἰ ἀντιπαραλυποῖεν πέμψαντες ἐπὶ τοὺς ξυμμάχους αὐτῶν στρατιάν Th.4.80.

Greek Monotonic

ἀντιπαραλῡπέω: μέλ. -ήσω, ενοχλώ με τη σειρά μου, σε Θουκ.