ὑπεξανίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> εξεγείρομαι, [[εξορμώ]] («[[Πύρρος]] δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) σηκώνομαι ή [[παραμερίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον σε [[ένδειξη]] σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=Α [[ἐξανίσταμαι]]<br /><b>1.</b> εξεγείρομαι, [[εξορμώ]] («[[Πύρρος]] δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) σηκώνομαι ή [[παραμερίζω]] [[μπροστά]] σε κάποιον σε [[ένδειξη]] σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπεξανίσταμαι:''' = [[ὑπανίσταμαι]], σε Πλούτ., Λουκ.· <i>ὑπεξανίσταμαί τινι</i>, σηκώνομαι και κάνω χώρο για κάποιον, σε Πλούτ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεξανίσταμαι Medium diacritics: ὑπεξανίσταμαι Low diacritics: υπεξανίσταμαι Capitals: ΥΠΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypexanístamai Transliteration B: hypexanistamai Transliteration C: ypeksanistamai Beta Code: u(pecani/stamai

English (LSJ)

aor. 2 -ανέστην,

   A arise, διαβολὴ ὑ. Plu.Cam. 22, cf. Luc.Merc.Cond.39; ὑ. τινί rise as a mark of respect for... Id.Demon.63, Plu.Lyc.20, etc.

German (Pape)

[Seite 1187] (s. ἵστημι), = ὑπανίσταμαι, παριόντι Luc. Demon. 63.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξανίσταμαι: ὑπανίσταμαι, Πλουτ. Πύρρ. 11, κλπ.· πρός τινι Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 39· ὑπεξανίσταμαί τινι, προσηκώνομαι ἢ κάμνω τόπον εἴς τινα, Λουκ. Δημώνακτ. Βίος 63 Πλουτ. Λυκοῦργ. 20, κλπ. - Ἴδε Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 188.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπεξαναστήσομαι, ao.2 ὑπεξανέστην, etc.
se lever pour faire place à, τινι.
Étymologie: ὑπό, ἐξανίσταμαι.

Greek Monolingual

Α ἐξανίσταμαι
1. εξεγείρομαι, εξορμώΠύρρος δὲ τούτοις ἅμα ὑπεξαναστὰς ἐπὶ Βέρροιαν ἤλαυνε», Πλούτ.)
2. (με δοτ.) σηκώνομαι ή παραμερίζω μπροστά σε κάποιον σε ένδειξη σεβασμού («ὑπεξαναοτῆναι πρεσβυτέρῳ», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑπεξανίσταμαι: = ὑπανίσταμαι, σε Πλούτ., Λουκ.· ὑπεξανίσταμαί τινι, σηκώνομαι και κάνω χώρο για κάποιον, σε Πλούτ., Λουκ.