τυκίζω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ [[τύκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κτίζω]] (ἐξ oὗ καὶ [[τυκίζω]] τὸ [[κτίζω]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατεργάζομαι]] λίθους, [[πελεκώ]] λίθους. | |mltxt=ΜΑ [[τύκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κτίζω]] (ἐξ oὗ καὶ [[τυκίζω]] τὸ [[κτίζω]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατεργάζομαι]] λίθους, [[πελεκώ]] λίθους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τῠκίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τυκιῶ</i>, ([[τύκος]]), [[πελεκάω]] λίθους, [[επεξεργάζομαι]] την [[πέτρα]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 30 December 2018
English (LSJ)
(τύκος)
A work stones, λίθους Ar.Av.1138.
Greek (Liddell-Scott)
τῠκίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τύκος) κολάπτω, κόπτω, ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.
French (Bailly abrégé)
tailler de la pierre avec le pic ou le ciseau.
Étymologie: τύκος.
Greek Monolingual
ΜΑ τύκος
μσν.
κτίζω (ἐξ oὗ καὶ τυκίζω τὸ κτίζω», Ευστ.)
αρχ.
κατεργάζομαι λίθους, πελεκώ λίθους.
Greek Monotonic
τῠκίζω: Αττ. μέλ. τυκιῶ, (τύκος), πελεκάω λίθους, επεξεργάζομαι την πέτρα, σε Αριστοφ.