νεοσπάς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεοσπάς]], ό και ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, [[φρεσκοκομμένος]] («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπάς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαδ</i>- του [[σπάω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οδυνο</i>-<i>σπάς</i>].
|mltxt=[[νεοσπάς]], ό και ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που [[πριν]] από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, [[φρεσκοκομμένος]] («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σπάς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σπαδ</i>- του [[σπάω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οδυνο</i>-<i>σπάς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεοσπάς:''' -[[άδος]], ὁ, ἡ, αυτός που [[μόλις]] ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσπάς Medium diacritics: νεοσπάς Low diacritics: νεοσπάς Capitals: ΝΕΟΣΠΑΣ
Transliteration A: neospás Transliteration B: neospas Transliteration C: neospas Beta Code: neospa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,

   A newly torn away, fresh-plucked, θαλλοί S.Ant.1201, cf. Fr.502.

German (Pape)

[Seite 244] άδος, = Folgdm, ἐν νεοσπάσιν θαλλοῖς, Soph. Ant. 1188, vgl. frg. 445.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ νεωστὶ ἀποσπασθείς, ἀποκοπείς, θαλλὸς Σοφ. Ἀντ. 1201, Ἀποσπ. 445˙Ϗ πρβλ. ἀποσπάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
nouvellement arraché (rameau).
Étymologie: νέος, σπάω.

Greek Monolingual

νεοσπάς, ό και ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σπάς (< θ. σπαδ- του σπάω), πρβλ. οδυνο-σπάς].

Greek Monotonic

νεοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, αυτός που μόλις ξεριζώθηκε, αποσπάστηκε, αποκόπηκε, σε Σοφ.