φρούραρχος: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α<br />[[αρχηγός]] φρουράς ή [[διοικητής]] φρουρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[διοικητής]] φρουραρχείου<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμοφύλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρουρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α<br />[[αρχηγός]] φρουράς ή [[διοικητής]] φρουρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[διοικητής]] φρουραρχείου<br /><b>αρχ.</b><br />[[δεσμοφύλακας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρουρά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φρούραρχος:''' ὁ, αυτός που διοικεί [[φρουρά]] ή [[φρούριο]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A commander of a watch, or commandant of a garrison, IG12.10.13, al., X. An.1.1.6, Cyr.5.3.17, Pl.Lg.760d, Men.Kol.60, Aen.Tact.22.20, Plb.21.42.1, PTeb.6.13 (ii B. C.), OGI111.16 (Egypt, ii B. C.), etc.; οἱ φ. the guardians, Pl.Lg.843d: metaph., [θεοὶ] ἑκάστῳ τὸν τρόπον συνήρμοσαν φ. Men.Epit.554 (spelt φρούαρχος Wilcken Chr.162 i 11 (ii B. C.), and v.l. in Plb. l.c.). II gaoler, Aristaenet. 1.20.
German (Pape)
[Seite 1310] ὁ, Befehlshaber der Wache, der wachhabenden Soldaten; Plat. Legg. VI, 760 d VIII, 843 d; Xen. Cyr. 5, 3,11 u. öfter, An. 1, 1,6; Din. 1, 39; Sp.; der Commandant einer Festung, auch der Anführer der Leibwache. Bei Aristaen. 1, 20 Gefängnißwärter.
Greek (Liddell-Scott)
φρούραρχος: ὁ ὁ διοικῶν φρουράν, διοικητὴς φρουρᾶς ἢ φρουρίου, Ξεν. Ἀν 1. 1, 6, Πλάτ. Νόμ. 760D. C. Ι. 73, κ. ἀλλ.· οἱ φρουρ. τούτων Πλάτ. Νόμ. 843D ― ὁ τύπος φρουράρχης ἀπαντᾷ παρὰ Θεμιστίῳ καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἐν Ξεν. Κύρου Παιδ. 5. 3, 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
commandant d’un poste, d’une troupe de garde.
Étymologie: φρουρά, ἄρχω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φρούαρχος Α
αρχηγός φρουράς ή διοικητής φρουρίου
νεοελλ.
στρ. διοικητής φρουραρχείου
αρχ.
δεσμοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρά + -αρχος].