ἑπτάπορος: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑπτάπορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τους [[επτά]] πλανήτες) αυτός που διανύει [[επτά]] διαφορετικές πορείες<br /><b>2.</b> (για τον αστερισμό της Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από [[επτά]] αστέρια «[[ἐγγὺς]] ἑπταπόρου Πλειάδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ποταμό) με [[επτά]] στόμια στις εκβολές. | |mltxt=[[ἑπτάπορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τους [[επτά]] πλανήτες) αυτός που διανύει [[επτά]] διαφορετικές πορείες<br /><b>2.</b> (για τον αστερισμό της Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από [[επτά]] αστέρια «[[ἐγγὺς]] ἑπταπόρου Πλειάδος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ποταμό) με [[επτά]] στόμια στις εκβολές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑπτάπορος:''' -ον, αυτός που έχει [[εφτά]] περάσματα, λέγεται για τις [[Πλειάδες]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with seven tracks or paths, τείρεα, of the planets, h.Hom.8.7; Πλειάς or Πελειάς, E.IA7, Or.1005 (both anap.); Πληϊὰς ἑ. Epigr.Gr.223.4(Milet.); seven-mouthed, of the Nile, Mosch.2.51, D.P.264.
German (Pape)
[Seite 1013] mit sieben Bahnen, die Plejaden, H. h. 7, 7; Eur. I. A. 7 Or. 1005; Antp. Sid. 51 (VII, 7481; sieben Ausflüsse habend, der Nil, Nonn. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτάπορος: -ον, ἔχων ἐπτὰ πορείας, ἐπὶ τῶν πλανητῶν, Ὕμν. Ὁμ. 7. 7· ἐπὶ Πλειάδων, Εὐρ. Ι Α. 7, Ρῆσ. 529, Ὀρ. 1005· Πληϊὰς ἑπτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2892· ἐπὶ τοῦ Νείλου, Μόσχ. 2. 51, Διον. Π. 264.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à sept directions, à sept étoiles en parl. des Pléiades.
Étymologie: ἑπτά, πόρος.
Greek Monolingual
ἑπτάπορος, -ον (Α)
1. (για τους επτά πλανήτες) αυτός που διανύει επτά διαφορετικές πορείες
2. (για τον αστερισμό της Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια «ἐγγὺς ἑπταπόρου Πλειάδος», Ευρ.)
3. (για ποταμό) με επτά στόμια στις εκβολές.
Greek Monotonic
ἑπτάπορος: -ον, αυτός που έχει εφτά περάσματα, λέγεται για τις Πλειάδες, σε Ευρ.