χρυσοπήληξ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χρυσεοπήληξ]], -ηκος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φορεί [[χρυσή]] [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]] «[[περικεφαλαία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εὐ</i>-[[πήληξ]])].
|mltxt=και [[χρυσεοπήληξ]], -ηκος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φορεί [[χρυσή]] [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- / <i>χρυσεο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πήληξ]] «[[περικεφαλαία]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εὐ</i>-[[πήληξ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσοπήληξ:''' -ηκος, -ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] [[χρυσή]] [[περικεφαλαία]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοπήληξ Medium diacritics: χρυσοπήληξ Low diacritics: χρυσοπήληξ Capitals: ΧΡΥΣΟΠΗΛΗΞ
Transliteration A: chrysopḗlēx Transliteration B: chrysopēlēx Transliteration C: chrysopiliks Beta Code: xrusoph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ,

   A with helm of gold, of Ares, A.Th.106(lyr.); χ. στάχυς σπαρτῶν, of the Sparti at Thebes, E.Ph.939.

German (Pape)

[Seite 1381] ηκος, mit goldenem Helme; Aesch. Spt. 102; χρυσοπήληκα στάχυν Σπαρτῶν Eur. Phoen. 946.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοπήληξ: ηκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων περικεφαλαίαν χρυσῆν, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Αἰσχύλ. Θήβ. 106· γῆν, ἥ ποθ’ ὑμῖν χρυσοπήληκα στάχυν σπαρτῶν ἀνῆκεν ἀνδρῶν, ἐπὶ τῶν ἐν Θήβαις Σπαρτῶν, Εὐρ. Φοίν. 939.

French (Bailly abrégé)

ήληκος (ὁ, ἡ)
au casque d’or.
Étymologie: χρυσός, πήληξ.

Greek Monolingual

και χρυσεοπήληξ, -ηκος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χρυσή περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + πήληξ «περικεφαλαία» (πρβλ. εὐ-πήληξ)].

Greek Monotonic

χρῡσοπήληξ: -ηκος, -ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσή περικεφαλαία, σε Αισχύλ., Ευρ.