σπουδαστός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(38)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπουδάζω]]<br />αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί [[πρόθυμα]] και μεθοδικά [[κάποιος]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπουδάζω]]<br />αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί [[πρόθυμα]] και μεθοδικά [[κάποιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σπουδαστός:''' -ή, -όν ([[σπουδάζω]]), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με [[προθυμία]] ή να δοκιμαστεί με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστός Medium diacritics: σπουδαστός Low diacritics: σπουδαστός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: spoudastós Transliteration B: spoudastos Transliteration C: spoudastos Beta Code: spoudasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.

Greek Monotonic

σπουδαστός: -ή, -όν (σπουδάζω), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με προθυμία ή να δοκιμαστεί με ζήλο, άξιος σπουδής, σπουδαίος, σημαντικός, σε Πλάτ.