κέκασμαι: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(20)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κέκασμαι]] (Α)<br />παρακμ. του [[καίνυμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κέ</i>-<i>κασ</i>-<i>μαι</i>, με αναδιπλασιασμό <i>κε</i>-, θ. <i>καδ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> δωρ. τ. <i>κέ</i>-<i>καδμαι</i> (το [[σύμπλεγμα]] -<i>σμ</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>δμ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[ὀδμή]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]]) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kad</i>- «[[λάμπω]], διακρίνομαι, [[ακτινοβολώ]]». Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. τ. παρακμ. <i>ś</i><i>ā</i><i>śaduh</i>, μτχ. <i>š</i><i>ā</i><i>śad</i><i>ā</i><i>na</i>- «[[εξέχω]], διακρίνομαι». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε θ. -<i>κασ</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>kas</i>- «[[υποδεικνύω]], [[καθοδηγώ]]» και συνδέεται πιθ. με λατ. <i>censeo</i> «[[τιμώ]] - [[νομίζω]]», αρχ. ινδ. <i>śamsayati</i>, ενώ φαίνεται πιθανή και η [[σύνδεση]] με τα κύρια ον. [[Κάστωρ]], <i>Καστιάνειρα</i> και <i>Κασσάνδρα</i>].
|mltxt=[[κέκασμαι]] (Α)<br />παρακμ. του [[καίνυμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κέ</i>-<i>κασ</i>-<i>μαι</i>, με αναδιπλασιασμό <i>κε</i>-, θ. <i>καδ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> δωρ. τ. <i>κέ</i>-<i>καδμαι</i> (το [[σύμπλεγμα]] -<i>σμ</i>- <span style="color: red;"><</span> -<i>δμ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[ὀδμή]] <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]]) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kad</i>- «[[λάμπω]], διακρίνομαι, [[ακτινοβολώ]]». Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. τ. παρακμ. <i>ś</i><i>ā</i><i>śaduh</i>, μτχ. <i>š</i><i>ā</i><i>śad</i><i>ā</i><i>na</i>- «[[εξέχω]], διακρίνομαι». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε θ. -<i>κασ</i>- <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>kas</i>- «[[υποδεικνύω]], [[καθοδηγώ]]» και συνδέεται πιθ. με λατ. <i>censeo</i> «[[τιμώ]] - [[νομίζω]]», αρχ. ινδ. <i>śamsayati</i>, ενώ φαίνεται πιθανή και η [[σύνδεση]] με τα κύρια ον. [[Κάστωρ]], <i>Καστιάνειρα</i> και <i>Κασσάνδρα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κέκασμαι:''' παρακ. του [[καίνυμαι]]· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. <i>κέκαστο</i>· μτχ. <i>κεκασμένος</i>.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κέκασμαι: κέκαστο, κεκασμένος, ἴδε ἐν λέξει καίνυμαι.

French (Bailly abrégé)

v. καίνυμαι.

English (Autenrieth)

see καίνυμαι.

Greek Monolingual

κέκασμαι (Α)
παρακμ. του καίνυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέ-κασ-μαι, με αναδιπλασιασμό κε-, θ. καδ-, πρβλ. δωρ. τ. κέ-καδμαι (το σύμπλεγμα -σμ- < -δμ-, πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kad- «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. τ. παρακμ. śāśaduh, μτχ. šāśadāna- «εξέχω, διακρίνομαι». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε θ. -κασ- < ΙΕ ρίζα kas- «υποδεικνύω, καθοδηγώ» και συνδέεται πιθ. με λατ. censeo «τιμώ - νομίζω», αρχ. ινδ. śamsayati, ενώ φαίνεται πιθανή και η σύνδεση με τα κύρια ον. Κάστωρ, Καστιάνειρα και Κασσάνδρα].

Greek Monotonic

κέκασμαι: παρακ. του καίνυμαι· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκαστο· μτχ. κεκασμένος.