ἱστουργός: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο [[υφαντουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμπελ</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>).
|mltxt=[[ἱστουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο [[υφαντουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμπελ</i>-<i>ουργός</i>, <i>ξυλ</i>-<i>ουργός</i>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱστουργός:''' ὁ ή ἡ (*[[ἔργω]]), εργαζόμενος στον αργαλειό, [[υφαντουργός]].
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστουργός Medium diacritics: ἱστουργός Low diacritics: ιστουργός Capitals: ΙΣΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: histourgós Transliteration B: histourgos Transliteration C: istourgos Beta Code: i(stouryo/s

English (LSJ)

ὁ or ἡ,

   A worker at the loom, weaver, PSI4.371.8 (iii B.C.), J.BJ1.24.3.

German (Pape)

[Seite 1271] am Webstuhl arbeitend, Schol. Theocr. 15, 80 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστουργός: ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, ὑφαντουργός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
qui tisse, tisserand.
Étymologie: ἱστός, ἔργον.

Greek Monolingual

ἱστουργός, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο υφαντουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αμπελ-ουργός, ξυλ-ουργός).

Greek Monotonic

ἱστουργός: ὁ ή ἡ (*ἔργω), εργαζόμενος στον αργαλειό, υφαντουργός.