δεκαρχία: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δεκαρχία]]) [[δεκάρχης]]<br />[[αρχή]] αποτελούμενη από [[δέκα]] άνδρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του δεκάρχου<br /><b>2.</b> [[ομάδα]] [[δέκα]] [[ανδρών]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ομάδα]] [[δέκα]] στρατιωτών<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[Ρώμη]]) η [[δεκανδρία]]. | |mltxt=η (AM [[δεκαρχία]]) [[δεκάρχης]]<br />[[αρχή]] αποτελούμενη από [[δέκα]] άνδρες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αξίωμα]] του δεκάρχου<br /><b>2.</b> [[ομάδα]] [[δέκα]] [[ανδρών]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ομάδα]] [[δέκα]] στρατιωτών<br /><b>αρχ.</b><br />(στη [[Ρώμη]]) η [[δεκανδρία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεκαρχία:''' ἡ, [[εξουσία]], [[διακυβέρνηση]] [[δέκα]] [[ανδρών]], αρχόντων, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = δεκαδαρχία, X.HG3.4.2, Isoc.4.110, al.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, = δεκαδαρχία, Xen. Hell. 3, 4, 2 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαρχία: ἡ, = δεκαδαρχία, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. gouvernement des Dix :
1 institué par Lysandre dans les cités d’Asie après la prise d’Athènes;
2 en Thessalie, sous l’autorité de Philippe de Macédoine;
II. à Rome décemvirat.
Étymologie: δεκάρχης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 decarquía, consejo de los diezde los gobiernos oligárquicos impuestos por Lisandro tras la guerra del Peloponeso, Isoc.4.110, X.HG 3.4.2, τυραννίδας ... κατέστησαν, ἃς προσεῖπον εὐφήμως δεκαρχίας Aristid.Or.26.47 (cf. δεκαδαρχία 1, δέκα I 2 c).
2 gener. gobierno oligárquico D.Chr.36.31, Str.17.3.25.
3 en Roma decenvirato, colegio de los decénviros D.C.Epit.7.18.5, 11.
4 decena, grupo de diez glos. a δεκάς Sch.Opp.H.1.443.
Greek Monolingual
η (AM δεκαρχία) δεκάρχης
αρχή αποτελούμενη από δέκα άνδρες
νεοελλ.
1. το αξίωμα του δεκάρχου
2. ομάδα δέκα ανδρών
μσν.
ομάδα δέκα στρατιωτών
αρχ.
(στη Ρώμη) η δεκανδρία.
Greek Monotonic
δεκαρχία: ἡ, εξουσία, διακυβέρνηση δέκα ανδρών, αρχόντων, σε Ξεν.