δραγμεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree

Source
(9)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δραγμεύω]] (Α)<br />[[μαζεύω]] τα στάχυα και [[κάνω]] δεμάτια, χειρόβολα.
|mltxt=[[δραγμεύω]] (Α)<br />[[μαζεύω]] τα στάχυα και [[κάνω]] δεμάτια, χειρόβολα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δραγμεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δράγμα]]), [[μαζεύω]] [[σιτάρι]] σε δεμάτια, σε χειρόβολα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δραγμεύω Medium diacritics: δραγμεύω Low diacritics: δραγμεύω Capitals: ΔΡΑΓΜΕΥΩ
Transliteration A: dragmeúō Transliteration B: dragmeuō Transliteration C: dragmeyo Beta Code: dragmeu/w

English (LSJ)

   A collect the corn into sheaves, Il.18.555.

German (Pape)

[Seite 664] Aehren zusammenfassen, um Garben zu machen, Homer einmal, Il. 18, 555.

Greek (Liddell-Scott)

δραγμεύω: συνάγω τὸν σῖτον εἰς δέματα, Ἰλ. Σ. 555.

French (Bailly abrégé)

lier en gerbes, gerber.
Étymologie: δραγμός.

English (Autenrieth)

(δράγμα): gather handfuls of grain, as they fall from the sickle, Il. 18.555†.

Spanish (DGE)

recoger los manojos παῖδες δραγμεύοντες Il.18.555.

Greek Monolingual

δραγμεύω (Α)
μαζεύω τα στάχυα και κάνω δεμάτια, χειρόβολα.

Greek Monotonic

δραγμεύω: μέλ. -σω (δράγμα), μαζεύω σιτάρι σε δεμάτια, σε χειρόβολα, σε Ομήρ. Ιλ.