Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανόπεζα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς τὸ μέλλον ἀσφαλῶς ἐπίσταται (βουλεύεται) → Haud de futuro tota quis deliberat → Die Zukunft bringt, was mit Gewissheit keiner kennt

Menander, Monostichoi, 412
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανόπεζα]], ἡ (Α)<br />(για [[τραπέζι]]) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]], δωρ. και αρκαδ. τ. [[αντί]] [[πούς]] «[[πόδι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αχλυό</i>-<i>πεζα</i>, <i>χιονό</i>-<i>πεζα</i>)].
|mltxt=[[κυανόπεζα]], ἡ (Α)<br />(για [[τραπέζι]]) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]], δωρ. και αρκαδ. τ. [[αντί]] [[πούς]] «[[πόδι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αχλυό</i>-<i>πεζα</i>, <i>χιονό</i>-<i>πεζα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνόπεζα:''' ἡ, με τα πόδια του <i>κυανοῦ</i>, σε Ομήρ. Ιλ. (<i>ῡ</i>, [[χάριν]] μέτρου).
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόπεζα Medium diacritics: κυανόπεζα Low diacritics: κυανόπεζα Capitals: ΚΥΑΝΟΠΕΖΑ
Transliteration A: kyanópeza Transliteration B: kyanopeza Transliteration C: kyanopeza Beta Code: kuano/peza

English (LSJ)

ἡ,

   A with feet of κύανος, τράπεζα Il.11.629. [ῡ, metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
aux pieds sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, πέζα.

Greek Monolingual

κυανόπεζα, ἡ (Α)
(για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό-πεζα, χιονό-πεζα)].

Greek Monotonic

κυᾰνόπεζα: ἡ, με τα πόδια του κυανοῦ, σε Ομήρ. Ιλ. (, χάριν μέτρου).