καλυπτός: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καλυπτός]], -ή, -όν) [[καλύπτω]]<br />καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει [[καλυπτός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να καλυφθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει.
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καλυπτός]], -ή, -όν) [[καλύπτω]]<br />καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει [[καλυπτός]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να καλυφθεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλυπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[καλύπτω]] II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλυπτός Medium diacritics: καλυπτός Low diacritics: καλυπτός Capitals: ΚΑΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: kalyptós Transliteration B: kalyptos Transliteration C: kalyptos Beta Code: kalupto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A covered, S.Fr.534.4 (anap.), Ar.Th.890, Arist. Fr.308; τεύτλῳ περὶ σῶμα κ. Eub.35.    II (from καλύπτω 11) put round so as to cover, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς from the enfolding fat, S.Ant.1011.

German (Pape)

[Seite 1315] adj. verb. zu καλύπτω, verhüllt, verdeckt, φάρει καλ. Ar. Th. 890; μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, fielen aus der Umhüllung des Fettes, aus dem umgewickelten Fette, Soph. Ant. 908.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλυπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεκαλυμμένος, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. Θεσμ. 890. ΙΙ. (Ἐκ τοῦ καλύπτω ΙΙ) περιτεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ καλύπτῃ, Λατ. circumdatus, καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς, ἐκ τοῦ περικαλύπτοντος πάχους, Σοφ. Ἀντ. 1011.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 couvert de, τινι;
2 qui recouvre.
Étymologie: adj. verb. de καλύπτω.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καλυπτός, -ή, -όν) καλύπτω
καλυμμένος, σκεπασμένος («φάρει καλυπτός», Αριστοφ.)
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να καλυφθεί
αρχ.
αυτός που τοποθετείται ή που περιτυλίγεται με τρόπο ώστε να καλύπτει.

Greek Monotonic

κᾰλυπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του καλύπτω II, αυτός που έχει τεθεί γύρω γύρω έτσι ώστε να καλύπτει, σε Σοφ.