ἀξιοθαύμαστος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀξιοθαύμαστος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] θαυμασμού, αυτός που αξίζει να τον θαυμάζουν. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀξιοθαύμαστος]], -ον)<br />ο [[άξιος]] θαυμασμού, αυτός που αξίζει να τον θαυμάζουν. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀξιοθαύμαστος:''' -ον, [[άξιος]] θαυμασμού, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A wonder-worthy, X.Mem.1.4.4 (Comp.), Callix.1, Aristeas 282.
German (Pape)
[Seite 269] bewundernswerth, Xen. Mem. 1, 4, 4; App. civ. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοθαύμαστος: -ον, ὁ ἄξιος θαυμασμοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 1, 4, 4 (ἐν τῷ συγκρ.), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’admiration.
Étymologie: ἄξιος, θαυμάζω.
Spanish (DGE)
-ον
digno de admiración οἱ ἀπεργαζόμενοι εἴδωλα ... ἀξιοθαυμαστότεροι X.Mem.1.4.4, ὦ τέκνον ἀξιοθαύμαστον Ὧρε Corp.Herm.Fr.23.5, cf. Callix.1, Plu.2.983d, Longin.35.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀξιοθαύμαστος, -ον)
ο άξιος θαυμασμού, αυτός που αξίζει να τον θαυμάζουν.
Greek Monotonic
ἀξιοθαύμαστος: -ον, άξιος θαυμασμού, σε Ξεν.