ἄπλευστος: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπλευστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει [[κανείς]]. | |mltxt=[[ἄπλευστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει [[κανείς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄπλευστος:''' -ον ([[πλέω]]), αυτός που δεν είναι [[πλωτός]], δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει [[κάποιος]], ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ [[ἄπλευστον]], το [[μέρος]] της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί [[ακόμη]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not navigated: τὸ ἄ. part of the sea not yet navigated, X.Cyr.6.1.16.
German (Pape)
[Seite 292] noch nicht von Schiffen befahren, Ggstz πεπλευσμένον Xen. Cyr. 5, 1, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on n’a pas encore navigué.
Étymologie: ἀ, πλέω.
Spanish (DGE)
-ον
nunca navegado τὸ ἄ. el mar nunca navegado X.Cyr.6.1.16.
Greek Monolingual
ἄπλευστος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.
Greek Monotonic
ἄπλευστος: -ον (πλέω), αυτός που δεν είναι πλωτός, δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει κάποιος, ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ ἄπλευστον, το μέρος της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί ακόμη, σε Ξεν.