σκύταλον: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(37)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[ρόπαλο]], [[σκυτάλη]], [[μαγκούρα]] («[[ἐπεὶ]] [[ἀντίον]] πῶς ἂν τριόδοντος [[Ἡρακλέης]] [[σκύταλον]] τίναξε χερσίν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σκυτάλη]], [[κατά]] τα ουδ.].
|mltxt=τὸ, Α<br />[[ρόπαλο]], [[σκυτάλη]], [[μαγκούρα]] («[[ἐπεὶ]] [[ἀντίον]] πῶς ἂν τριόδοντος [[Ἡρακλέης]] [[σκύταλον]] τίναξε χερσίν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[σκυτάλη]], [[κατά]] τα ουδ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκύτᾱλον:''' [ῠ], τό = [[σκυτάλη]] I, σε Πίνδ., Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠτᾰλον Medium diacritics: σκύταλον Low diacritics: σκύταλον Capitals: ΣΚΥΤΑΛΟΝ
Transliteration A: skýtalon Transliteration B: skytalon Transliteration C: skytalon Beta Code: sku/talon

English (LSJ)

τό,= σκυτάλη,

   A cudgel, club, Pi.O.9.30, Hdt.3.137, Ar.Ec.76, X.An.7.4.15: also σκύταλος, ὁ, Tz.H.9.130.    II v. σκύτη.

German (Pape)

[Seite 908] τό, = σκυτάλη; – 1) Stock, Stab, Keule; des Heralles, τίναξε, Pind. Gl. 9, 30; Her. 3, 137; Ar. Eccl. 76. 78; Xen. An. 7, 4, 15. – 2) bei den Siciliern der Hals, Schol. Ar. Av. 1283.

Greek (Liddell-Scott)

σκύτᾰλον: [ῠ], τό, = σκυτάλη, ῥόπαλον, «μαγκοῦρα», Πινδ. Ο. 9. 45, Ἡρόδ. 3. 137, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 76, Ξεν. Ἀνάβ. 7.4, 15· - οὕτω σκύταλος, ὁ, Τζέτζ. ΙΙ. ἴδε σκύτη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bâton à gros bout, massue.
Étymologie: σκυτάλη.

English (Slater)

σκῠτᾰλον
   1 club ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν (O. 9.30)

Greek Monolingual

τὸ, Α
ρόπαλο, σκυτάλη, μαγκούραἐπεὶ ἀντίον πῶς ἂν τριόδοντος Ἡρακλέης σκύταλον τίναξε χερσίν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του σκυτάλη, κατά τα ουδ.].

Greek Monotonic

σκύτᾱλον: [ῠ], τό = σκυτάλη I, σε Πίνδ., Ηρόδ., Ξεν.