στεγνοφυής: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />[[πυκνός]], [[σφιχτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />[[πυκνός]], [[σφιχτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στεγνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>φυής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στεγνοφυής:''' -ές ([[φυή]]), αυτός που είναι από τη [[φύση]] του [[πυκνός]], [[σφιχτός]], [[σωματώδης]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγνοφῠής Medium diacritics: στεγνοφυής Low diacritics: στεγνοφυής Capitals: ΣΤΕΓΝΟΦΥΗΣ
Transliteration A: stegnophyḗs Transliteration B: stegnophyēs Transliteration C: stegnofyis Beta Code: stegnofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A of thick nature, AP11.354.15 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 932] ές, von dichter Beschaffenheit, körperlich, ψυχή, Agath. 70 (XI, 354).

Greek (Liddell-Scott)

στεγνοφυής: -ές, ὁ πυκνὸς τὴν φύσιν, σφιγκτός, Ἀνθ. Π. 11. 354.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’une nature épaisse.
Étymologie: στεγνός, φύω.

Greek Monolingual

-ές, Α
πυκνός, σφιχτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγνός + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. μεγαλο-φυής].

Greek Monotonic

στεγνοφυής: -ές (φυή), αυτός που είναι από τη φύση του πυκνός, σφιχτός, σωματώδης, σε Ανθ.