κατασθμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασθμαίνω]] (Α)<br />[[παλεύω]] [[εναντίον]] κάποιου ασθμαίνοντας («[[ἵππος]] χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[κατασθμαίνω]] (Α)<br />[[παλεύω]] [[εναντίον]] κάποιου ασθμαίνοντας («[[ἵππος]] χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασθμαίνω:''' [[αγωνίζομαι]] ασθμαίνοντας ενάντια σε [[κάτι]], με γεν., σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασθμαίνω Medium diacritics: κατασθμαίνω Low diacritics: κατασθμαίνω Capitals: ΚΑΤΑΣΘΜΑΙΝΩ
Transliteration A: katasthmaínō Transliteration B: katasthmainō Transliteration C: katasthmaino Beta Code: katasqmai/nw

English (LSJ)

   A pant, struggle against, c. gen., ἵππος Χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει A.Th.393.

German (Pape)

[Seite 1377] wogegen anschnauben, vom Pferde, χαλινῶν, gegen den Zügel, Aesch. Spt. 375.

Greek (Liddell-Scott)

κατασθμαίνω: ἀσθμαίνων ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, διὰ φυσήματος ἰσχυροῦ τείνω νὰ καταβάλω τι, μετὰ γεν., ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων, ἀσθμαίνων κατὰ τῶν χαλινῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 393.

French (Bailly abrégé)

renacler contre en parl. d’un cheval ; s’irriter contre, gén..
Étymologie: κατά, ἀσθμαίνω.

Greek Monolingual

κατασθμαίνω (Α)
παλεύω εναντίον κάποιου ασθμαίνοντας («ἵππος χαλινῶν ὡς κατασθμαίνων μένει», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κατασθμαίνω: αγωνίζομαι ασθμαίνοντας ενάντια σε κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.