ἀποπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποπήγνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να παγώσει, [[παγώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) [[πήζω]] εντελώς.
|mltxt=[[ἀποπήγνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να παγώσει, [[παγώνω]]<br /><b>2.</b> (για [[αίμα]]) [[πήζω]] εντελώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπήγνυμι:''' μέλ. <i>-πήξω</i>, κάνω [[κάτι]] να παγώσει, [[αποψύχω]], σε Αριστοφ. — Παθ., μέλ. <i>-πᾰγήσομαι</i>, [[παγώνω]], ψύχομαι, σε Ξεν.· λέγεται για το [[αίμα]], [[πήζω]], [[σχηματίζω]] θρόμβους, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπήγνῡμι Medium diacritics: ἀποπήγνυμι Low diacritics: αποπήγνυμι Capitals: ΑΠΟΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: apopḗgnymi Transliteration B: apopēgnymi Transliteration C: apopignymi Beta Code: a)poph/gnumi

English (LSJ)

   A make to freeze, freeze, τἀντικνήμια Ar.Ra.126:— Pass., of men, to be frozen, in fut. -πᾰγήσομαι X.Mem.4.3.8.    2 of blood, congeal, Hp.Morb.Sacr.9:—Pass., X.An.5.8.15.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πήγνυμι), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, αἷμα ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποπήξω, Pass. fut.2 ἀποπαγήσομαι;
faire geler ; Pass. geler.
Étymologie: ἀπό, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἀποπήγνῡμι) I tr. coagular por el frío αἷμα Hp.Morb.Sacr.9.4
paralizar, helar τἀντικνήμια de la cicuta, Ar.Ra.126.
II intr. en v. med.-pas.
1 helarse de pers., X.Mem.4.3.8, αἷμα X.An.5.8.15, detenerse el pulso, Gal.8.662
fig. helarse de espanto ἀκούσασα δέ, ἀπεπάγη ὅλη Apoph.Patr.M.65.217D.
2 clavarse τοὺς ἀποπαγέντας ἐν αὐτοῖς σκόλοπας Ath.Al. en Socr.Sch.HE 2.28.10.

Greek Monolingual

ἀποπήγνυμι (Α)
1. κάνω κάτι να παγώσει, παγώνω
2. (για αίμα) πήζω εντελώς.

Greek Monotonic

ἀποπήγνυμι: μέλ. -πήξω, κάνω κάτι να παγώσει, αποψύχω, σε Αριστοφ. — Παθ., μέλ. -πᾰγήσομαι, παγώνω, ψύχομαι, σε Ξεν.· λέγεται για το αίμα, πήζω, σχηματίζω θρόμβους, στον ίδ.