ἀπολωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπολωτίζω]] (Α) [[λωτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα [[άνθη]] ενός φυτού<br /><b>2.</b> [[κόβω]], [[τέμνω]].
|mltxt=[[ἀπολωτίζω]] (Α) [[λωτίζω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα [[άνθη]] ενός φυτού<br /><b>2.</b> [[κόβω]], [[τέμνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολωτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δρέπω]], [[μαζεύω]] [[άνθη]]· γενικά, [[δρέπω]], [[αποσπώ]], [[αποσπώ]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολωτίζω Medium diacritics: ἀπολωτίζω Low diacritics: απολωτίζω Capitals: ΑΠΟΛΩΤΙΖΩ
Transliteration A: apolōtízō Transliteration B: apolōtizō Transliteration C: apolotizo Beta Code: a)polwti/zw

English (LSJ)

   A = ἀπανθίζω, pluck off flowers: generally, pluck off, κόμας E.IA792; ἀ. νέους cut off the young, Id.Supp.449.

German (Pape)

[Seite 314] Blüthen abpflücken, Eur. Suppl. 465; übh. wegnehmen, κόμας I. A. 793.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολωτίζω: ἀπανθίζω, ἀποδρέπω, συλλέγω ἄνθη: καθόλου, ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· ἀποτέμνω, ὅταν τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.

French (Bailly abrégé)

déflorer ; arracher en gén.
Étymologie: ἀπό, λωτίζω.

Spanish (DGE)

tronchar como si de flores se tratase κόμας E.IA 792, νέους E.Supp.449.

Greek Monolingual

ἀπολωτίζω (Α) λωτίζω
1. κόβω τα άνθη ενός φυτού
2. κόβω, τέμνω.

Greek Monotonic

ἀπολωτίζω: μέλ. -σω, δρέπω, μαζεύω άνθη· γενικά, δρέπω, αποσπώ, αποσπώ, σε Ευρ.