ἁρματήλατος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρματήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιστρέφεται δεμένος [[πάνω]] σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για [[κυκλοφορία]] αρμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγήλατος]], [[χαλκήλατος]]). Το -<i>η</i>- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ἁρματήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιστρέφεται δεμένος [[πάνω]] σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δρόμος]] [[κατάλληλος]] για [[κυκλοφορία]] αρμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγήλατος]], [[χαλκήλατος]]). Το -<i>η</i>- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁρματήλᾰτος:''' -ον ([[ἐλαύνω]]), περιστρεφόμενος από τους τροχούς του άρματος, λέγεται για τον Ιξίονα, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰτήλᾰτος Medium diacritics: ἁρματήλατος Low diacritics: αρματήλατος Capitals: ΑΡΜΑΤΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: harmatḗlatos Transliteration B: harmatēlatos Transliteration C: armatilatos Beta Code: a(rmath/latos

English (LSJ)

ον,

   A driven round by a chariot or wheel, of Ixion, E.HF1297 Musgr. (-την codd.).    2 ὁδὸς ἁ. road for chariots, Archyt. ap. Iamb.Protr. 4.

German (Pape)

[Seite 355] vom Wagenrade umgetrieben, Irion, Eur. Herc. fur. 1297.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματήλᾰτος: -ον, ὁ περιελαυνόμενος, ὁ δινούμενος, ὁ προσδεδεμένος ἐπὶ τροχοῦ καὶ περιστρεφόμενος, καὶ τὸν ἁρματήλατον Ἰξίον’ ἐν δεμοῖσιν Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1297 2) ὁδὸς ἁρμ. ὁδὸς ἁμαξιτός, ὁδὸς δι’ ἁρματηλασίαν, Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 60.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où les chars peuvent passer;
2 qui tourne avec la roue litt. poussé comme une roue de char.
Étymologie: ἅρμα, ἐλαύνω.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτήλᾰτος) -ον
1 llevado por una rueda Ἰξίων E.HF 1297.
2 que permite el paso de carros ὁδός carretera fig., Ps.Archyt.Pyth.Hell.45.1.

Greek Monolingual

ἁρματήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που περιστρέφεται δεμένος πάνω σε τροχό («ἁρματήλατον... Ἰξίονα», Ευρ.)
2. δρόμος κατάλληλος για κυκλοφορία αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -ηλατος < ελαύνω (πρβλ. αγήλατος, χαλκήλατος). Το -η- βάσει του νόμου «της εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ἁρματήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), περιστρεφόμενος από τους τροχούς του άρματος, λέγεται για τον Ιξίονα, σε Ευρ.