ἄσαντος: Difference between revisions
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄσαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο [[άκαμπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σαίνω]] «[[κολακεύω]], [[θωπεύω]]»]. | |mltxt=[[ἄσαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο [[άκαμπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σαίνω]] «[[κολακεύω]], [[θωπεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄσαντος:''' -ον ([[σαίνω]]), αυτός που δεν έχει καταπραϋνθεί, [[σκληρός]], [[άκαμπτος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (σαίνω)
A not to be soothed, ungentle, θυμός A.Ch.422 (lyr.). II = οὐ σαίνων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 368] nicht durch Schmeicheleien zu rühren, hartherzig, Aesch. Ch. 416 θυμός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut fléchir par des caresses, inflexible.
Étymologie: ἀ, σαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
que no se ablanda, inflexible θυμός A.Ch.421, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἄσαντος, -ον (Α)
αυτός που δεν καταπραΰνεται, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σαίνω «κολακεύω, θωπεύω»].
Greek Monotonic
ἄσαντος: -ον (σαίνω), αυτός που δεν έχει καταπραϋνθεί, σκληρός, άκαμπτος, σε Αισχύλ.