ἄσκωμα: Difference between revisions

From LSJ

πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσκωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[δερμάτινη]] [[επένδυση]], [[παρεμβολή]] που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη [[κίνηση]] των κουπιών<br /><b>2.</b> φουσκωμένο [[ασκί]]<br /><b>3.</b> [[φυσερό]]<br /><b>4.</b> ο [[μαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αέτωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[αετός]], <i>ύβωμα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύβος</i> κ.ά.].
|mltxt=[[ἄσκωμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[δερμάτινη]] [[επένδυση]], [[παρεμβολή]] που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη [[κίνηση]] των κουπιών<br /><b>2.</b> φουσκωμένο [[ασκί]]<br /><b>3.</b> [[φυσερό]]<br /><b>4.</b> ο [[μαστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αέτωμα]] <span style="color: red;"><</span> [[αετός]], <i>ύβωμα</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ύβος</i> κ.ά.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσκωμα:''' -ατος, τό ([[ἀσκός]]), [[δέρμα]] που χρησίμευε στην εύκολη [[κίνηση]] του κουπιού, έμπαινε γύρω από τον σκαλμό για να κάνει την κωπηλατική [[κίνηση]] πιο εύκολη, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκωμα Medium diacritics: ἄσκωμα Low diacritics: άσκωμα Capitals: ΑΣΚΩΜΑ
Transliteration A: áskōma Transliteration B: askōma Transliteration C: askoma Beta Code: a)/skwma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἀσκός)

   A leather padding or lining of the hole which served for the rowlock, Ar.Ach.97, Ra.364.    2 any swelling, such as on the female breast, Ruf.Onom.92, cf. Poll.2.163.    3 leathern bellows, Apollod.Poliorc.153.3:—Dim. ἀσκωλι-άτιον, τό, Hero Spir.1.39.

German (Pape)

[Seite 372] τό, lederne Futterung der Kojepforten zur Unterlage für das Ruder, Ar. Ran. 364, Schol. καθ' ὃ ἡ κώπη βάλλεται; Poll. 1, 88; vgl. Böckh Att. Seew. p. 107; lederner Blasebalg, Mathem.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 gaine de cuir adaptée par son extrémité la plus large au sabord du navire, et percée d’une fente à l’autre bout pour laisser passer la hampe de l’aviron;
2 soufflet de forge en forme d’outre.
Étymologie: ἀσκός.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 badana utilizada en náut. como chumacera del remo, Ar.Ach.97, Ra.364, IG 22.1604.32, 33 (IV a.C.), Hsch., Sud.
como medio para enviar mensajes escritos, Sch.Ar.Ra.364.
2 fuelle ὥστε ἐπτυγμένου τοῦ ἀσκώματος Hero Spir.1.39, σύριγξ ἄ. ἔχουσα Apollod.Poliorc.153.3, cf. 152.2, como conducto τῷ δὲ πυθμένι περιέσφιγκται σωλὴν σκύτινος, εἴτε ἄ. δεῖ λέγειν Str.16.2.13.
3 barrera para contener las aguas, Sm.Io.3.16.
4 fig. en anat. mama, pecho (μαστῶν) ὁ δὲ ὅλος ὄγκος, ἄ. Ruf.Onom.92, cf. Poll.2.163.

Greek Monolingual

ἄσκωμα, το (Α)
1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών
2. φουσκωμένο ασκί
3. φυσερό
4. ο μαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.].

Greek Monotonic

ἄσκωμα: -ατος, τό (ἀσκός), δέρμα που χρησίμευε στην εύκολη κίνηση του κουπιού, έμπαινε γύρω από τον σκαλμό για να κάνει την κωπηλατική κίνηση πιο εύκολη, σε Αριστοφ.