ἀπότευξις: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπότευξις]], η (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />[[αποτυχία]]. | |mltxt=[[ἀπότευξις]], η (Α) [[αποτυγχάνω]]<br />[[αποτυχία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπότευξις:''' -εως, ἡ (ἀπο-[[τυγχάνω]]), [[αποτυχία]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A miscarriage, failure, Pl.Ax.368d, Phld.Mus.p.14K.(pl.); ἐλπίδος Plu.Galb.23; of an electoral defeat, Id.Mar.5.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, das Mißlingen, Plat. Axioch. 368 c; Plut. Mar. 5 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότευξις: -εως, ἡ, ἀποτυχία, Πλάτ. Ἀξ. 368C· ἐλπίδος Πλουτ. Γάλβ. 23: - ἀποτευκτικός, ή, όν, προξενῶν ἀποτυχίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 6, 6 καὶ 26, 14: - ἀποτευκτέω, = ἀποτυγχάνω, Φώτ., ἀλλ’ ἴδε Λοβ. Φρύν. 395.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
échec, insuccès.
Étymologie: ἀποτυγχάνω.
Greek Monolingual
ἀπότευξις, η (Α) αποτυγχάνω
αποτυχία.